3,277,226
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ψαύω:''' μέλ. <i>ψαύσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔψαυσα</i>, παρακ. <i>ἔψαυκα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐψαύσθην</i>, παρακ. <i>ἔψαυσμαι</i> (συγγενές προς το [[ψάω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[αγγίζω]], [[ακουμπώ]], [[εφάπτομαι]], με γεν., <i>τινός</i>, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με δοτ. του οργάνου, στο ίδ.· [[χεροῖν]] ἔψαυσα πηγῆς, σε Αισχύλ.· [[αλλά]], <i>ψαύειν τινί</i>, [[αγγίζω]] ένα [[πράγμα]], σε Πίνδ.· στον Σοφ. με αιτ., [[κεῖνος]] ψαύων τὸν θεόν, αυτός που προσβάλλει το θεό, σε Αντιγ. 961· [[αλλά]], στο ίδ. 857, <i>ἔψαυσας μερίμνας</i>, <i>πατρὸς οἶκτον</i>, άγγιξες το πεπρωμένο του [[πατέρα]] μου, (το <i>μερίμνας</i> είναι γεν. και το <i>οἶκτον</i> αιτ. κατά [[παράθεση]] προς την προηγούμενη [[πρόταση]]).<br /><b class="num">2.</b> [[αγγίζω]] ως [[εχθρός]], [[απλώνω]] [[χέρι]] πάνω σε, <i>τινός</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[αγγίζω]], [[φθάνω]], [[επιδρώ]] σε [[κάτι]], <i>ἄκρας καρδίας ἔψαυσέ μου</i>, στον ίδ. — Μέσ. επίσης, [[φθάνω]] [[κάτι]], [[λαμβάνω]], [[κερδίζω]], σε Πίνδ. | |lsmtext='''ψαύω:''' μέλ. <i>ψαύσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔψαυσα</i>, παρακ. <i>ἔψαυκα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐψαύσθην</i>, παρακ. <i>ἔψαυσμαι</i> (συγγενές προς το [[ψάω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[αγγίζω]], [[ακουμπώ]], [[εφάπτομαι]], με γεν., <i>τινός</i>, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με δοτ. του οργάνου, στο ίδ.· [[χεροῖν]] ἔψαυσα πηγῆς, σε Αισχύλ.· [[αλλά]], <i>ψαύειν τινί</i>, [[αγγίζω]] ένα [[πράγμα]], σε Πίνδ.· στον Σοφ. με αιτ., [[κεῖνος]] ψαύων τὸν θεόν, αυτός που προσβάλλει το θεό, σε Αντιγ. 961· [[αλλά]], στο ίδ. 857, <i>ἔψαυσας μερίμνας</i>, <i>πατρὸς οἶκτον</i>, άγγιξες το πεπρωμένο του [[πατέρα]] μου, (το <i>μερίμνας</i> είναι γεν. και το <i>οἶκτον</i> αιτ. κατά [[παράθεση]] προς την προηγούμενη [[πρόταση]]).<br /><b class="num">2.</b> [[αγγίζω]] ως [[εχθρός]], [[απλώνω]] [[χέρι]] πάνω σε, <i>τινός</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[αγγίζω]], [[φθάνω]], [[επιδρώ]] σε [[κάτι]], <i>ἄκρας καρδίας ἔψαυσέ μου</i>, στον ίδ. — Μέσ. επίσης, [[φθάνω]] [[κάτι]], [[λαμβάνω]], [[κερδίζω]], σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=ψαύω [~ ψάω] ep. imperf. ψαῦον; aor. ψαῦσα aanraken, met gen.:; ψ. παριὼν ὑός in het voorbijgaan een varken aanraken Hdt. 2.47.1; vijandig:. μὴ ψαύσῃ τις Ἀργείων ἐμοῦ laat niemand van de Grieken mij aanraken Eur. IA 1559. in aanraking komen met, raken, treffen, bereiken:. ὑπ ’ Ἀπόλλωνι γλυκείας πρῶτον ἔψαυσ ’ Ἀφροδίτας door toedoen van Apollo kwam zij voor het eerst in aanraking met de heerlijke liefde Pind. O. 6.35; οὐ ψαύω καὶ τᾷδε ook hiermee tref ik het niet AP 7.428.11. | |||
}} | }} |