Anonymous

ὑβριστής: Difference between revisions

From LSJ
6
(42)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑβριστής]], ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑβρίκτας, και τ. θηλ. [[ὕβριστις]], -ίστιδος, Α [[ὑβρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πρόσωπο]] που υβρίζει ή συνηθίζει να υβρίζει, [[βλάσφημος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[θρασύς]], [[αναιδής]] ή [[βίαιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ακόλαστος]], [[ασελγής]]<br /><b>2.</b> (για ζώο) [[ατίθασος]]<br /><b>3.</b> (για [[φυσικά]] φαινόμενα) [[σφοδρός]]<br /><b>4.</b> [[σαρκαστικός]], [[δηκτικός]]<br /><b>5.</b> <b>το θηλ.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]] και το Μέγα Ετυμολογικόν) η ύβρις.
|mltxt=ο / [[ὑβριστής]], ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑβρίκτας, και τ. θηλ. [[ὕβριστις]], -ίστιδος, Α [[ὑβρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πρόσωπο]] που υβρίζει ή συνηθίζει να υβρίζει, [[βλάσφημος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[θρασύς]], [[αναιδής]] ή [[βίαιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ακόλαστος]], [[ασελγής]]<br /><b>2.</b> (για ζώο) [[ατίθασος]]<br /><b>3.</b> (για [[φυσικά]] φαινόμενα) [[σφοδρός]]<br /><b>4.</b> [[σαρκαστικός]], [[δηκτικός]]<br /><b>5.</b> <b>το θηλ.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]] και το Μέγα Ετυμολογικόν) η ύβρις.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑβριστής:''' -οῦ, ὁ ([[ὑβρίζω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[βίαιος]], [[αυταρχικός]], [[δεσποτικός]], [[κακούργος]] [[άνθρωπος]], [[αυθάδης]], [[αναιδής]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> αντίθ. προς το [[σώφρων]], [[ακόλαστος]], [[ασελγής]], σε Αριστοφ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για ζώα, [[ορμητικός]], [[ατίθασος]], [[αχαλίνωτος]], [[ανυπότακτος]], σε Ευρ., Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για φυσικές δυνάμεις, ὑβριστὴς [[ἄνεμος]], σε Ησίοδ.· ὑβριστὴς [[ποταμός]], σε Αισχύλ.
}}
}}