Anonymous

ὑβριστής: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑβριστής:''' -οῦ, ὁ ([[ὑβρίζω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[βίαιος]], [[αυταρχικός]], [[δεσποτικός]], [[κακούργος]] [[άνθρωπος]], [[αυθάδης]], [[αναιδής]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> αντίθ. προς το [[σώφρων]], [[ακόλαστος]], [[ασελγής]], σε Αριστοφ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για ζώα, [[ορμητικός]], [[ατίθασος]], [[αχαλίνωτος]], [[ανυπότακτος]], σε Ευρ., Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για φυσικές δυνάμεις, ὑβριστὴς [[ἄνεμος]], σε Ησίοδ.· ὑβριστὴς [[ποταμός]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ὑβριστής:''' -οῦ, ὁ ([[ὑβρίζω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[βίαιος]], [[αυταρχικός]], [[δεσποτικός]], [[κακούργος]] [[άνθρωπος]], [[αυθάδης]], [[αναιδής]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> αντίθ. προς το [[σώφρων]], [[ακόλαστος]], [[ασελγής]], σε Αριστοφ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για ζώα, [[ορμητικός]], [[ατίθασος]], [[αχαλίνωτος]], [[ανυπότακτος]], σε Ευρ., Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για φυσικές δυνάμεις, ὑβριστὴς [[ἄνεμος]], σε Ησίοδ.· ὑβριστὴς [[ποταμός]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑβριστής:''' οῦ adj. m<br /><b class="num">1)</b> разнузданный, наглый, дерзкий (ὑβρισταί τε καὶ [[ἄγριοι]] Hom.; ὑ. καὶ [[βίαιος]] Lys.): ὑ. εἴς τινα Aeschin. и ὑ. τινος Anth. дерзостный по отношению к кому-л.;<br /><b class="num">2)</b> буйный, строптивый, горячий (ταῦροι Eur.; [[ἵππος]] Xen.);<br /><b class="num">3)</b> бурливый, стремительный, бешеный ([[ἄνεμος]] Hes.; [[ποταμός]] Aesch.).
}}
}}