Anonymous

ψηφοφόρος: Difference between revisions

From LSJ
6
(47c)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η / [[ψηφοφόρος]], -ον, ΝΜΑ, και [[ψηφηφόρος]] Α<br />(<b>για πρόσ.</b>) [[πολίτης]] που έχει και ασκεί το [[δικαίωμα]] ψήφου, [[εκλογέας]]<br /><b>αρχ.</b><br />(γενικά) αυτός που ψηφίζει, που δίνει ψήφο («ἐγένετο Ῥωμαίοις [[ἐκκλησία]] κατ' ἄνδρα [[ψηφοφόρος]] ἡ φυλετική», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψῆφος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
|mltxt=ο, η / [[ψηφοφόρος]], -ον, ΝΜΑ, και [[ψηφηφόρος]] Α<br />(<b>για πρόσ.</b>) [[πολίτης]] που έχει και ασκεί το [[δικαίωμα]] ψήφου, [[εκλογέας]]<br /><b>αρχ.</b><br />(γενικά) αυτός που ψηφίζει, που δίνει ψήφο («ἐγένετο Ῥωμαίοις [[ἐκκλησία]] κατ' ἄνδρα [[ψηφοφόρος]] ἡ φυλετική», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψῆφος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ψηφοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που δίνει την ψήφο του.
}}
}}