Anonymous

ψηφοφόρος: Difference between revisions

From LSJ
47c
(Bailly1_5)
(47c)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui apporte son vote.<br />'''Étymologie:''' [[ψῆφος]], [[φέρω]].
|btext=ος, ον :<br />qui apporte son vote.<br />'''Étymologie:''' [[ψῆφος]], [[φέρω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, η / [[ψηφοφόρος]], -ον, ΝΜΑ, και [[ψηφηφόρος]] Α<br />(<b>για πρόσ.</b>) [[πολίτης]] που έχει και ασκεί το [[δικαίωμα]] ψήφου, [[εκλογέας]]<br /><b>αρχ.</b><br />(γενικά) αυτός που ψηφίζει, που δίνει ψήφο («ἐγένετο Ῥωμαίοις [[ἐκκλησία]] κατ' ἄνδρα [[ψηφοφόρος]] ἡ φυλετική», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψῆφος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
}}