Anonymous

ὠνητός: Difference between revisions

From LSJ
6
(47c)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὠνητός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[ὠνητός]], -όν, Α [[ὠνοῡμαι]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να αγοράσει<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ωνητό [[αξίωμα]]» — οφίκιο, [[αξίωμα]] του οποίου η [[απόκτηση]] γινόταν [[μετά]] από [[καταβολή]] χρημάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποκτήθηκε με [[αγορά]], [[αγοραστός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὠνητὴ [[δύναμις]]» — μισθοφορική [[δύναμη]], μισθοφόροι στρατιώτες (<b>Θουκ.</b>).
|mltxt=-ή, -ό / [[ὠνητός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[ὠνητός]], -όν, Α [[ὠνοῡμαι]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να αγοράσει<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ωνητό [[αξίωμα]]» — οφίκιο, [[αξίωμα]] του οποίου η [[απόκτηση]] γινόταν [[μετά]] από [[καταβολή]] χρημάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποκτήθηκε με [[αγορά]], [[αγοραστός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὠνητὴ [[δύναμις]]» — μισθοφορική [[δύναμη]], μισθοφόροι στρατιώτες (<b>Θουκ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὠνητός:''' -ή, -όν και -ός, -όν,<br /><b class="num">I.</b> ρημ. επίθ., αγορασμένος, [[αγοραστός]]· λέγεται για δούλους, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.· ὠνητὴ [[δύναμις]], μισθοφορική [[δύναμη]] αντίθ. προς το <i>οἰκεία</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να αγοράσει, αυτός που πρέπει να αγοραστεί, Λατ. [[venalis]]· [[ἐλπίς]], σε Ευρ.· με γεν. της [[τιμής]], [[δόξα]] χρημάτων οὐκ ὠνητή, η [[δόξα]], η [[καλή]] [[φήμη]] δεν εξαγοράζεται με χρήματα, σε Ισοκρ.· [[αλλά]], <i>ἐλπὶς χρήμασιν ὠνητή</i>, η [[ελπίδα]] αγοράζεται με χρήματα, σε Θουκ.
}}
}}