Anonymous

ὠκυδίνητος: Difference between revisions

From LSJ
6
(47c)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. ὠκυδίνατος, -ον, Α<br />αυτός που περιστρέφεται με [[ταχύτητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠκύς]] «[[ταχύς]]» <span style="color: red;">+</span> [[δινητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δινῶ</i> «περιστρέφομαι»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-<i>δίνητος</i>].
|mltxt=και δωρ. τ. ὠκυδίνατος, -ον, Α<br />αυτός που περιστρέφεται με [[ταχύτητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠκύς]] «[[ταχύς]]» <span style="color: red;">+</span> [[δινητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δινῶ</i> «περιστρέφομαι»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-<i>δίνητος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὠκῠδίνητος:''' [ῑ], Δωρ. -ᾱτος, <i>-ον</i>, αυτός που περιστρέφεται σαν [[δίνη]], δηλ. [[γρήγορα]], σε Πίνδ.
}}
}}