3,274,410
edits
mNo edit summary |
(0) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀάᾱτος:''' -ον, στην Ομήρ. Ιλ. με μακρόχρονη παραλήγουσα,<br /><b class="num">I.</b> ([[α- στερητικό]], [[ἀάω]]) [[απαραβίαστος]], [[απαράβατος]], [[άτρωτος]]· [[νῦν]] μοι ὄμοσσον ἀάᾱτον Στυγὸς [[ὕδωρ]], [[επειδή]] οι θεοί έδιναν τους πιο ιερούς τους όρκους στο [[νερό]] της Στύγας.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἀάᾰτος</i>, <i>-ον</i>, στην Ομήρ. Οδ. με βραχεία παραλήγουσα, (<i>α αθροιστικό</i>, [[ἀάω]]), [[επιβλαβής]], [[επικίνδυνος]]· [[ἄεθλος]] ἀάᾰτος. | |lsmtext='''ἀάᾱτος:''' -ον, στην Ομήρ. Ιλ. με μακρόχρονη παραλήγουσα,<br /><b class="num">I.</b> ([[α- στερητικό]], [[ἀάω]]) [[απαραβίαστος]], [[απαράβατος]], [[άτρωτος]]· [[νῦν]] μοι ὄμοσσον ἀάᾱτον Στυγὸς [[ὕδωρ]], [[επειδή]] οι θεοί έδιναν τους πιο ιερούς τους όρκους στο [[νερό]] της Στύγας.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἀάᾰτος</i>, <i>-ον</i>, στην Ομήρ. Οδ. με βραχεία παραλήγουσα, (<i>α αθροιστικό</i>, [[ἀάω]]), [[επιβλαβής]], [[επικίνδυνος]]· [[ἄεθλος]] ἀάᾰτος. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀάατος:''' (ᾰᾱᾰ и ᾰᾱᾱ)<br /><b class="num">1)</b> неприкосновенный, запретный, заповедный, священный (Στυγὸς [[ὕδωρ]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> предполож. безвредный, безопасный, безобидный ([[ἄεθλος]] Hom.). | |||
}} | }} |