3,274,159
edits
(46) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[αφαιρώ]] [[κάτι]] από κάποιον («ἀριστῆας κεκαδήσει θυμοῦ καὶ ψυχῆς», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> αποσύρομαι, [[οπισθοχωρώ]] («ὁ δὲ χασάμενος πολεμίχθη», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[χάζω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χαδjω</i>) ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>ghe</i><i>ә</i><sub>1</sub>- της ΙΕ ρίζας <i>gh</i><i>ē</i>- «[[είμαι]] [[κενός]], [[εγκαταλείπω]], [[πηγαίνω]]» και έχει σχηματιστεί με οδοντική [[παρέκταση]] -<i>δ</i>-και ενεστ. [[επίθημα]] -<i>jω</i>. Σε διάφορες μεταπτωτικές βαθμίδες της ίδιας ρίζας θεωρείται ότι ανάγονται [[επίσης]] οι τ. [[κιχάνω]], [[χατέω]], [[χήρα]], πιθ. [[χώρα]], [[καθώς]] και τα αρχ. ινδ. <i>jah</i><i>ā</i><i>ti</i> «[[εγκαταλείπω]]» και αρχ. άνω γερμ. <i>g</i><i>ā</i><i>n</i> «[[πηγαίνω]]» (<b>πρβλ.</b> γερμ. <i>gehen</i>). Αντίθετα, το ρ. δεν [[πρέπει]] να συνδέεται ετυμολογικά με τους τ. μέλλ. [[κεκαδήσω]] και αναύξητου αορ. <i>κέκαδον</i>, που απαντούν στους επικ. ποιητές ως ρηματ. τ. του [[χάζω]] (<b>βλ. λ.</b> [[κεκαδήσω]]). Τέλος, ο τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[αὐχάττειν]]- <i>ἀναχωρεῖν καὶ</i> τὸ <i>ἐμμένειν</i> -<i>ἐγ</i>-<i>χάττειν</i> (<b>βλ.</b> και λ. <i>αυ</i>) οδηγεί στην [[υπόθεση]] ενός αμάρτυρου ενεστ. <i>χάττω</i>, άλλου τ. του [[χάζω]] (<b>πρβλ.</b> [[σφάττω]], αττ. τ. του [[σφάζω]])]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[αφαιρώ]] [[κάτι]] από κάποιον («ἀριστῆας κεκαδήσει θυμοῦ καὶ ψυχῆς», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> αποσύρομαι, [[οπισθοχωρώ]] («ὁ δὲ χασάμενος πολεμίχθη», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[χάζω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χαδjω</i>) ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>ghe</i><i>ә</i><sub>1</sub>- της ΙΕ ρίζας <i>gh</i><i>ē</i>- «[[είμαι]] [[κενός]], [[εγκαταλείπω]], [[πηγαίνω]]» και έχει σχηματιστεί με οδοντική [[παρέκταση]] -<i>δ</i>-και ενεστ. [[επίθημα]] -<i>jω</i>. Σε διάφορες μεταπτωτικές βαθμίδες της ίδιας ρίζας θεωρείται ότι ανάγονται [[επίσης]] οι τ. [[κιχάνω]], [[χατέω]], [[χήρα]], πιθ. [[χώρα]], [[καθώς]] και τα αρχ. ινδ. <i>jah</i><i>ā</i><i>ti</i> «[[εγκαταλείπω]]» και αρχ. άνω γερμ. <i>g</i><i>ā</i><i>n</i> «[[πηγαίνω]]» (<b>πρβλ.</b> γερμ. <i>gehen</i>). Αντίθετα, το ρ. δεν [[πρέπει]] να συνδέεται ετυμολογικά με τους τ. μέλλ. [[κεκαδήσω]] και αναύξητου αορ. <i>κέκαδον</i>, που απαντούν στους επικ. ποιητές ως ρηματ. τ. του [[χάζω]] (<b>βλ. λ.</b> [[κεκαδήσω]]). Τέλος, ο τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[αὐχάττειν]]- <i>ἀναχωρεῖν καὶ</i> τὸ <i>ἐμμένειν</i> -<i>ἐγ</i>-<i>χάττειν</i> (<b>βλ.</b> και λ. <i>αυ</i>) οδηγεί στην [[υπόθεση]] ενός αμάρτυρου ενεστ. <i>χάττω</i>, άλλου τ. του [[χάζω]] (<b>πρβλ.</b> [[σφάττω]], αττ. τ. του [[σφάζω]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χάζω:''' κάνω κάποιον να υποχωρήσει·<br /><b class="num">Α.</b> Ενεργ. μόνο σε Επικ. αναδιπλ. αόρ. βʹ <i>κέκᾰδον</i>, μέλ. <i>κεκᾰδήσω</i>· [[αναγκάζω]] κάποιον να υποχωρήσει από [[κάτι]], [[στερώ]] [[κάτι]] από κάποιον, <i>τοὺς ψυχῆς κεκαδών</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἀριστῆας κεκαδήσει θυμοῦ καὶ ψυχῆς</i>, σε Ομήρ. Οδ. <b>Β. 1.</b> Μέσ., χάζομαι, Επικ. υπερσ. [[χάζετο]], Επικ. προστ. [[χάζεο]], μέλ. <i>χάσομαι</i>, Επικ. <i>χάσσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐχᾰσάμην</i>, Επικ. γʹ ενικ. <i>χάσσατο</i>, απαρ. <i>χάσσασθαι</i>, μτχ. <i>χασσάμενος</i>· επίσης, [[κεκάδοντο]] (αντί <i>κεχάδοντο</i>), γʹ πληθ. από αναδιπλ. αόρ. βʹ <i>κεκαδόμην</i>· [[αποχωρώ]], αποσύρομαι, [[οπισθοχωρώ]], [[υποχωρώ]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., αποσύρομαι ή [[υποχωρώ]] από, <i>χάζεσθε μάχης</i>, στο ίδ. κ.λπ.· ομοίως, <i>χάσσονται ἐκ βελέων</i>, <i>ὑπ' ἔγχεος</i>, στο ίδ.· οὐδὲ δὴν [[χάζετο]] [[φωτός]], στην [[πραγματικότητα]] δεν ήταν αυτός (ο [[λίθος]]) [[πολύ]] [[μακριά]] από τον άνθρωπο, δηλ. [[σχεδόν]] τον χτύπησε, στο ίδ. | |||
}} | }} |