Anonymous

χάζω: Difference between revisions

From LSJ
759 bytes added ,  1 January 2019
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χάζω:''' κάνω κάποιον να υποχωρήσει·<br /><b class="num">Α.</b> Ενεργ. μόνο σε Επικ. αναδιπλ. αόρ. βʹ <i>κέκᾰδον</i>, μέλ. <i>κεκᾰδήσω</i>· [[αναγκάζω]] κάποιον να υποχωρήσει από [[κάτι]], [[στερώ]] [[κάτι]] από κάποιον, <i>τοὺς ψυχῆς κεκαδών</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἀριστῆας κεκαδήσει θυμοῦ καὶ ψυχῆς</i>, σε Ομήρ. Οδ. <b>Β. 1.</b> Μέσ., χάζομαι, Επικ. υπερσ. [[χάζετο]], Επικ. προστ. [[χάζεο]], μέλ. <i>χάσομαι</i>, Επικ. <i>χάσσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐχᾰσάμην</i>, Επικ. γʹ ενικ. <i>χάσσατο</i>, απαρ. <i>χάσσασθαι</i>, μτχ. <i>χασσάμενος</i>· επίσης, [[κεκάδοντο]] (αντί <i>κεχάδοντο</i>), γʹ πληθ. από αναδιπλ. αόρ. βʹ <i>κεκαδόμην</i>· [[αποχωρώ]], αποσύρομαι, [[οπισθοχωρώ]], [[υποχωρώ]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., αποσύρομαι ή [[υποχωρώ]] από, <i>χάζεσθε μάχης</i>, στο ίδ. κ.λπ.· ομοίως, <i>χάσσονται ἐκ βελέων</i>, <i>ὑπ' ἔγχεος</i>, στο ίδ.· οὐδὲ δὴν [[χάζετο]] [[φωτός]], στην [[πραγματικότητα]] δεν ήταν αυτός (ο [[λίθος]]) [[πολύ]] [[μακριά]] από τον άνθρωπο, δηλ. [[σχεδόν]] τον χτύπησε, στο ίδ.
|lsmtext='''χάζω:''' κάνω κάποιον να υποχωρήσει·<br /><b class="num">Α.</b> Ενεργ. μόνο σε Επικ. αναδιπλ. αόρ. βʹ <i>κέκᾰδον</i>, μέλ. <i>κεκᾰδήσω</i>· [[αναγκάζω]] κάποιον να υποχωρήσει από [[κάτι]], [[στερώ]] [[κάτι]] από κάποιον, <i>τοὺς ψυχῆς κεκαδών</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἀριστῆας κεκαδήσει θυμοῦ καὶ ψυχῆς</i>, σε Ομήρ. Οδ. <b>Β. 1.</b> Μέσ., χάζομαι, Επικ. υπερσ. [[χάζετο]], Επικ. προστ. [[χάζεο]], μέλ. <i>χάσομαι</i>, Επικ. <i>χάσσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐχᾰσάμην</i>, Επικ. γʹ ενικ. <i>χάσσατο</i>, απαρ. <i>χάσσασθαι</i>, μτχ. <i>χασσάμενος</i>· επίσης, [[κεκάδοντο]] (αντί <i>κεχάδοντο</i>), γʹ πληθ. από αναδιπλ. αόρ. βʹ <i>κεκαδόμην</i>· [[αποχωρώ]], αποσύρομαι, [[οπισθοχωρώ]], [[υποχωρώ]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., αποσύρομαι ή [[υποχωρώ]] από, <i>χάζεσθε μάχης</i>, στο ίδ. κ.λπ.· ομοίως, <i>χάσσονται ἐκ βελέων</i>, <i>ὑπ' ἔγχεος</i>, στο ίδ.· οὐδὲ δὴν [[χάζετο]] [[φωτός]], στην [[πραγματικότητα]] δεν ήταν αυτός (ο [[λίθος]]) [[πολύ]] [[μακριά]] από τον άνθρωπο, δηλ. [[σχεδόν]] τον χτύπησε, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''χάζω:''' <b class="num">1)</b> (эп. act. только aor. 2 [[κέκαδον]] и эп. fut. κεκᾰδήσω) отстранять (от чего-л.), лишать (θυμοῦ καὶ ψυχῆς τινα Hom.);<br /><b class="num">2)</b> med. (fut. χάσομαι - эп. χάσσομαι, aor. 1 ἐχᾰσάμην - эп. χασσάμην, эп. 3 л. pl. aor. 2 [[κεκάδοντο]]) отступать, отходить (ἄψ, [[ὀπίσσω]] Hom.): χ. τινος Hom. отходить οτ чего-л.; χ. ἐκ βελέων Hom. бежать от стрел; χ. μάχης Hom. уклоняться от боя; χ. ὑπ᾽ ἔγχεος Hom. отступать перед копьем противника.
}}
}}