Anonymous

ὠνητής: Difference between revisions

From LSJ
6
(47c)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-οῡ, και δωρ. τ, [[ὠνατάς]], -ᾱ, ὁ, Α [[ὠνοῡμαι]]<br /><b>1.</b> [[αγοραστής]]<br /><b>2.</b> [[πρόσωπο]] που, [[μετά]] από [[σύναψη]] συμβολαίου, αναλάμβανε τη [[μίσθωση]] δημόσιων προσόδων<br /><b>3.</b> (ειδικότερα) [[μισθωτής]] μεταλλείων.
|mltxt=-οῡ, και δωρ. τ, [[ὠνατάς]], -ᾱ, ὁ, Α [[ὠνοῡμαι]]<br /><b>1.</b> [[αγοραστής]]<br /><b>2.</b> [[πρόσωπο]] που, [[μετά]] από [[σύναψη]] συμβολαίου, αναλάμβανε τη [[μίσθωση]] δημόσιων προσόδων<br /><b>3.</b> (ειδικότερα) [[μισθωτής]] μεταλλείων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὠνητής:''' -οῦ, ὁ, [[αγοραστής]], αυτός που αποκτά [[κάτι]], σε Ξεν., Αισχίν.
}}
}}