Anonymous

ὠνητής: Difference between revisions

From LSJ
47c
(Bailly1_5)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />acheteur.<br />'''Étymologie:''' [[ὠνέομαι]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />acheteur.<br />'''Étymologie:''' [[ὠνέομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=-οῡ, και δωρ. τ, [[ὠνατάς]], -ᾱ, ὁ, Α [[ὠνοῡμαι]]<br /><b>1.</b> [[αγοραστής]]<br /><b>2.</b> [[πρόσωπο]] που, [[μετά]] από [[σύναψη]] συμβολαίου, αναλάμβανε τη [[μίσθωση]] δημόσιων προσόδων<br /><b>3.</b> (ειδικότερα) [[μισθωτής]] μεταλλείων.
}}
}}