Anonymous

ὤνιος: Difference between revisions

From LSJ
1,029 bytes added ,  31 December 2018
6
(Bailly1_5)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br />qui s’achète, qu’on peut acheter : ὤνιόν [[τι]] ἄγειν PLUT, ἐξάγειν PLUT, κομίζειν PLUT amener <i>ou</i> apporter qch au marché ; τὰ ὤνια, les marchandises, <i>particul.</i> les vivres <i>ou</i> les denrées de chaque jour ; <i>fig.</i> ὤνιον ποιεῖν [[τι]] PLUT faire qu’on puisse acheter pour de l’argent (la patrie, le pouvoir, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' R. Ϝων, vendre ; cf. <i>lat.</i> venum, veneo, vendo.
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br />qui s’achète, qu’on peut acheter : ὤνιόν [[τι]] ἄγειν PLUT, ἐξάγειν PLUT, κομίζειν PLUT amener <i>ou</i> apporter qch au marché ; τὰ ὤνια, les marchandises, <i>particul.</i> les vivres <i>ou</i> les denrées de chaque jour ; <i>fig.</i> ὤνιον ποιεῖν [[τι]] PLUT faire qu’on puisse acheter pour de l’argent (la patrie, le pouvoir, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' R. Ϝων, vendre ; cf. <i>lat.</i> venum, veneo, vendo.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὤνιος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[ὦνος]]),<br /><b class="num">1.</b> [[αγοραστός]], αυτός που τίθεται προς [[πώληση]], Λατ. [[venalis]]· [[πῶς]] ὁ [[σῖτος]] [[ὤνιος]]; πόσο μπορεί να αγοραστεί το [[σιτάρι]]; σε Αριστοφ.· ἐςὤνιον [[ἐλθεῖν]], [[έρχομαι]] στην [[αγορά]], [[μπαίνω]] σε [[διαδικασία]] αγοραπωλησίας, σε Θέογν.· ὤνιον [[εἶναι]], [[κάτι]] βρίσκεται προς [[πώληση]], σε Πλάτ.· <i>τὰὤνια</i>, [[αγαθά]] προς [[πώληση]], εμπορεύματα στην [[αγορά]], σε Ξεν. κ.λπ.· με γεν. της [[τιμής]], αἵματος ἡ [[ἀρετὴ]] ὠνία, σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τη [[δωροδοκία]] άρχοντα μέσω χρημάτων ή δώρων, σε Αριστ.
}}
}}