3,274,216
edits
(6_4) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὤνιος''': -α, -ον, Αἰσχίν. 76. 27· καὶ ος, ον, Λουκ. Νιγρ. 25, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 21· ([[ὦνος]])·-ὃν δύναταί τις ν’ ἀγοράσῃ, [[πράσιμος]], «[[ἀγοραστός]]», Λατιν. venalis, Ἐπίχ. 48 Ahr.· πῶς ὁ [[σῖτος]] [[ὤνιος]] ; πόσον [[ὤνιος]] ; πόσον ἠμπορεῖ ν’ ἀγορασθῇ ; Ἀριστοφ. Ἀχ. 758, πρβλ. Ἱππ. 480·-[[μετὰ]] γεν. τοῦ τιμήματος, αἵματος ἡ [[ἀρετὴ]] ὠνία Αἰσχίν. ἔνθ’ ἀνωτ.· τῆς οὐσίας γὰρ εἰσιν .. ὤνιοι (ἐξυπακ. ἰχθύες) Ἄλεξις ἐν «Ἑλληνίδι» 1. 7· θανάτου γὰρ ἐστιν ὤνιον Μένανδρος ἐν «Ὀργῇ» 5· οὐ γὰρ [[ἀργίας]] ὤνιον ἡ [[ὑγίεια]] Πλούτ. 2. 135Β· ἐς ὤνιον ἐλθεῖν, εἰς τὴν ἀγορὰν ἐλθεῖν, Θέογν. 127· ὤνιον [[εἶναι]], πρὸς πώλησιν, Πλάτ. Νόμ. 848Α, Ἰσαῖ. 58. 32· ὤνιον ἄγειν τι Πλουτ. Κράσσ. 8· ἐξάγειν ὁ αὐτ. 2. 680Ε· παρέχειν [[αὐτόθι]] 193Β· κομίζειν [[αὐτόθι]] 173C· ἴστε ὀρόβους ὄντας ὠνίους, [[παροιμία]] ἐπὶ [[μεγάλης]] δυστυχίας, Δημ. 598. 4· τὰ ὤνια, τὰ πρὸς πώλησιν ἐν τῇ ἀγορᾷ ἐμπορεύματα, Ξεν. Ἀν. 1. 2. 17, Λυσί. 165, 24, Δημ. 106. 15, κλπ. 2) ἐπὶ ἀρχοντος δωροδοκοῦντος, δηλ. ὃν δύναταί τις νὰ ἀγοράσῃ διὰ χρημάτων ἢ δώρων, τοῦ στρατηγοῦ ὠνίου ὄντος Δείναρχ. 92. 37· διὰ τὴν ἀπορίαν ὤνιοι Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 19· [[οὕτως]], ἀρχαιρεσίαι ὤν. Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 21. | |lstext='''ὤνιος''': -α, -ον, Αἰσχίν. 76. 27· καὶ ος, ον, Λουκ. Νιγρ. 25, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 21· ([[ὦνος]])·-ὃν δύναταί τις ν’ ἀγοράσῃ, [[πράσιμος]], «[[ἀγοραστός]]», Λατιν. venalis, Ἐπίχ. 48 Ahr.· πῶς ὁ [[σῖτος]] [[ὤνιος]] ; πόσον [[ὤνιος]] ; πόσον ἠμπορεῖ ν’ ἀγορασθῇ ; Ἀριστοφ. Ἀχ. 758, πρβλ. Ἱππ. 480·-[[μετὰ]] γεν. τοῦ τιμήματος, αἵματος ἡ [[ἀρετὴ]] ὠνία Αἰσχίν. ἔνθ’ ἀνωτ.· τῆς οὐσίας γὰρ εἰσιν .. ὤνιοι (ἐξυπακ. ἰχθύες) Ἄλεξις ἐν «Ἑλληνίδι» 1. 7· θανάτου γὰρ ἐστιν ὤνιον Μένανδρος ἐν «Ὀργῇ» 5· οὐ γὰρ [[ἀργίας]] ὤνιον ἡ [[ὑγίεια]] Πλούτ. 2. 135Β· ἐς ὤνιον ἐλθεῖν, εἰς τὴν ἀγορὰν ἐλθεῖν, Θέογν. 127· ὤνιον [[εἶναι]], πρὸς πώλησιν, Πλάτ. Νόμ. 848Α, Ἰσαῖ. 58. 32· ὤνιον ἄγειν τι Πλουτ. Κράσσ. 8· ἐξάγειν ὁ αὐτ. 2. 680Ε· παρέχειν [[αὐτόθι]] 193Β· κομίζειν [[αὐτόθι]] 173C· ἴστε ὀρόβους ὄντας ὠνίους, [[παροιμία]] ἐπὶ [[μεγάλης]] δυστυχίας, Δημ. 598. 4· τὰ ὤνια, τὰ πρὸς πώλησιν ἐν τῇ ἀγορᾷ ἐμπορεύματα, Ξεν. Ἀν. 1. 2. 17, Λυσί. 165, 24, Δημ. 106. 15, κλπ. 2) ἐπὶ ἀρχοντος δωροδοκοῦντος, δηλ. ὃν δύναταί τις νὰ ἀγοράσῃ διὰ χρημάτων ἢ δώρων, τοῦ στρατηγοῦ ὠνίου ὄντος Δείναρχ. 92. 37· διὰ τὴν ἀπορίαν ὤνιοι Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 19· [[οὕτως]], ἀρχαιρεσίαι ὤν. Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 21. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br />qui s’achète, qu’on peut acheter : ὤνιόν [[τι]] ἄγειν PLUT, ἐξάγειν PLUT, κομίζειν PLUT amener <i>ou</i> apporter qch au marché ; τὰ ὤνια, les marchandises, <i>particul.</i> les vivres <i>ou</i> les denrées de chaque jour ; <i>fig.</i> ὤνιον ποιεῖν [[τι]] PLUT faire qu’on puisse acheter pour de l’argent (la patrie, le pouvoir, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' R. Ϝων, vendre ; cf. <i>lat.</i> venum, veneo, vendo. | |||
}} | }} |