Anonymous

ὥριος: Difference between revisions

From LSJ
6
(SL_2)
(6)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ὥριος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[coming]] in [[due]] [[season]], [[seasonable]] [[πλεῖστα]] νικάσαντά σε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος [[εἶδον]] (P. 9.98) ἐντὶ μὲν χρυσαλακάτου τεκέων Λατοῦς ἀοιδαὶ ὥ[ρ]ιαι παιάνιδες (supp. Hermann) Θρ. 3. 2. [[ὥριον]] [[ποτὶ]] χρόνον (Pae. 3.14)
|sltr=[[ὥριος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[coming]] in [[due]] [[season]], [[seasonable]] [[πλεῖστα]] νικάσαντά σε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος [[εἶδον]] (P. 9.98) ἐντὶ μὲν χρυσαλακάτου τεκέων Λατοῦς ἀοιδαὶ ὥ[ρ]ιαι παιάνιδες (supp. Hermann) Θρ. 3. 2. [[ὥριον]] [[ποτὶ]] χρόνον (Pae. 3.14)
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὥριος:''' -α, -ον και -ος, -ον,<br /><b class="num">I.</b> ποιητ. αντί [[ὡραῖος]], αυτός που παράγεται την κατάλληλη [[εποχή]] του έτους· <i>ὥρια</i>, καρποί της εποχής, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.·<br /><b class="num">II.</b> γενικά, αυτός που γίνεται στην κατάλληλη [[εποχή]], ο εποχιακός, σε Ησίοδ., Ανθ.·<br /><b class="num">III.</b> <i>ὥρια</i>, <i>τά</i>, η [[εποχή]], <i>νόσον ὥρια τίκτει</i>, σε Βίωνα.
}}
}}