ὥριος
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
English (LSJ)
(A), α, ον, Pi.P.9.98; also ος, ον AP7.188 (Thall.), 9.311 (Phil.), Opp.H.1.689:—poet. form of ὡραῖος,
A produced in season, ὥρια πάντα = all the fruits of the season, Od.9.131, Theoc.7.62, cf. Hes. Op.394, Theoc.15.112, AP9.329 (Leon.).
II generally, in due season, seasonable, ἔργα Hes.Op.392, 422; γάμος ib.697; ὠδίς Opp. l.c., cf. AP9.311 (Phil.); χρόνος ὥ. ἡμῖν ib.10.100 (Antiphan.); πλόος κώπαις ὥ. Arat.154; ὥριον (sc. ἐστί) c. inf., it is time... Sol.27.9 (s.v.l.).
2 youthful, ἄνθος Epigr.Gr.319 (Philadelphia); fresh, ὥριον οἷά τε μῆλον κτλ. Archyt.Amphiss.2 (= Euph.11).
III ὥρια, τά, the season, νόσον ὥρια τίκτει BionFr.15.13.—This poet. form is also used in late Prose, τὸ ὥ. τῆς ἀκμῆς Hld.10.9; τὰ ὥρια D.L.2.139, cf. Him.Or.3.5. Adv. ὡρίως Anon. ap. Suid.; but neut. sg. used as adverb, Arat.1076.
2 θαψάτωσαν καὶ τὰ ὥρια αὐτοῦ, καθὼς ἔθος ἐστίν, αὐτοὶ ποιησάτωσαν his funeral rites, IG9(1).39, cf. 42 (Phocis, ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1414] 3, bei den Att. auch 2 Endgn, – 1) zu bestimmten Zeiten, Jahreszeiten geschehend, wiederkehrend; Hes. O. 494. 545; Pind. τελεταί, P. 9, 101, ὥρια πάντα, Alles, was die verschiedenen Jahreszeiten hervorbringen, die Früchte aller Jahreszeiten, Od. 9, 131. – Dah. zeitig, reif, Hes. O. 396; ὥρια πάντα γένοιτο Theocr. 7, 62; auch ὥριος γάμῳ, reif zur Vermählung, Anton. Thall. paralip. 36. (VII, 188); u. öfter in der Anth. – Auch von Menschen = blühend, kräftig, Luc. am. 12. – 2) zur rechten, günstigen Zeit od. Tageszeit, Hes. O. 394. 424. 699; – u. übh. poet. = ὡραῖος, auch in späterer Prosa vorkommend, Lob. Phryn. 52.
French (Bailly abrégé)
α ou poét. ος, ον :
qui est dans la saison, de la saison ; ὥρια πάντα OD tous les fruits de la saison.
Étymologie: ὥρα.
Russian (Dvoretsky)
ὥριος: 3, редко 2 ὥρα
1 своевременный, поспевающий вовремя: φέρειν ὥρια πάντα Hom. приносить всевозможные плоды в свое время; ὥ. ὄμβρος Hes. выпадающий в обычное время дождь, т. е. дождливый сезон; ὥριον ἔργον Hes. вовремя выполняемая работа; ὅτε χρόνος ὥ. Anth. когда время приспело, т. е. в урочный час;
2 зрелый: κούρη ὥριος γάμῳ Anth. девушка, достигшая брачного возраста;
3 весенний: ἔτος ὥριον Theocr. теплое время года;
4 благоприятный: πλόον διζημένῳ ὥρια πάντα γένοιτο Theocr. пусть все благоприятствует мореходу;
5 цветущий (δένδρα Luc.; Διόνυσος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ὥριος: (Α), α, ον, Πινδ. Π. 9. 175, Ὀππ. Ἁλ. 1. 689· ἀλλὰ καὶ ος, ον Ἀνθ. Π. 7. 188., 9. 311· ― ποιητ. τύπος τοῦ ὡραῖος, ὁ παραγόμενος ἐν τῇ προσηκούσῃ ὥρᾳ τοῦ ἔτους, ὥρια πάντα, πάντας τοὺς καρποὺς τῆς ὥρας, Ὀδ. Ι. 131, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 392, Θεόκρ. 15. 112, Ἀνθ. Π. 9. 329. ΙΙ. καθόλου, ὁ ἐν καιρῷ τῷ δέοντι γινόμενος, ἔγκαιρος, ἐπίκαιρος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 390, 420, 695· ὠδὶς Ὀππ. Ἁλ. 1. 689, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9.311· χρόνος ὥρ. ἡμῖν αὐτόθι 10. 100· πλόος κώπαις ὥρ. Ἄρατ. 154· μετ’ ἀπαρεμφ., εἶναι ὥρα, καιρὸς νά …, Σόλων 25. 9 (ἀλλ’ ὁ Bgk. ἔχει ὡρίου .. γάμου). 2) νεαρός, ἄνθος Συλλ. Ἐπιγρ. 3435. ΙΙΙ. ὥρια, τά, ἡ ἐποχή, ἡ ὥρα, νόσον ὥρια τίκτει Βίων 3. 13. ― Ὁ ποιητικ. οὗτος τύπος εἶναι ἐν χρήσει καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. σ. 52. ― Ἐπίρρ. ὡρίως, «κατὰ καιρὸν» Σουΐδ.· ἀλλ’ οὐδ. ἑνικ. ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ., γεράνων ἀγέλαις .. ὥριον ἐρχομέναις Ἄρατ. 1076.
English (Autenrieth)
(ὥρη): ὥρια πάντα, all things in their season, Od. 9.131†.
English (Slater)
ὥριος coming in due season, seasonable πλεῖστα νικάσαντά σε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος εἶδον (P. 9.98) ἐντὶ μὲν χρυσαλακάτου τεκέων Λατοῦς ἀοιδαὶ ὥ[ρ]ιαι παιάνιδες (supp. Hermann) Θρ. 3. 2. ὥριον ποτὶ χρόνον (Pae. 3.14)
Greek Monotonic
ὥριος: -α, -ον και -ος, -ον,
I. ποιητ. αντί ὡραῖος, αυτός που παράγεται την κατάλληλη εποχή του έτους· ὥρια, καρποί της εποχής, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.·
II. γενικά, αυτός που γίνεται στην κατάλληλη εποχή, ο εποχιακός, σε Ησίοδ., Ανθ.·
III. ὥρια, τά, η εποχή, νόσον ὥρια τίκτει, σε Βίωνα.
Middle Liddell
ὥριος, η, ον poet. for ὡραῖος
I. produced in season, ὥρια the fruits of the season, Od., Theocr.
II. generally, in due season, seasonable, Hes., Anth.
III. ὥρια, ων, τά, the season, νόσον ὥρια τίκτει Bion.