Anonymous

ἀντοικτείρω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντοικτείρω:''' μέλ. <i>-ερῶ</i>, [[οικτίρω]] με τη [[σειρά]] μου, <i>τινά</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀντοικτείρω:''' μέλ. <i>-ερῶ</i>, [[οικτίρω]] με τη [[σειρά]] μου, <i>τινά</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντοικτείρω:''' Eur. = [[ἀντοικτίζω]].
}}
}}