ἀντοικτείρω

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

German (Pape)

[Seite 264] wieder bemitleiden, Eur. Ion. 312.

French (Bailly abrégé)

c. ἀντοικτίρω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντοικτείρω: Eur. = ἀντοικτίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντοικτείρω: οἰκτείρω τὸν οἰκτείραντά με, καὶ αὐτὸς λυποῦμαι δι’ αὐτόν, ἡμεῖς σ’ ἄρ’ αὖθις, ὦ ξέν’, ἀντοικτείρομεν Εὐρ. Ἴων 312.

Greek Monotonic

ἀντοικτείρω: μέλ. -ερῶ, οικτίρω με τη σειρά μου, τινά, σε Ευρ.

Middle Liddell

to pity in return, τινά Eur.