Anonymous

ἀληθευτικός: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀληθευτικός]], -ή, -ὸν (AM) [[ἀληθευτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν κρύβει την [[αλήθεια]], [[φιλαλήθης]], [[ειλικρινής]]<br /><b>2.</b> (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) <i>τὸ ἀληθευτικόν</i><br />η [[φιλαλήθεια]].
|mltxt=[[ἀληθευτικός]], -ή, -ὸν (AM) [[ἀληθευτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν κρύβει την [[αλήθεια]], [[φιλαλήθης]], [[ειλικρινής]]<br /><b>2.</b> (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) <i>τὸ ἀληθευτικόν</i><br />η [[φιλαλήθεια]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀληθευτικός:''' правдивый, искренний Arst.
}}
}}