ἀληθευτικός
μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation
English (LSJ)
ἀληθευτική, ἀληθευτικόν, truthful, genuine, sincere, frank, candid, Arist.EN1127a24, al.; τὸ ἀληθευτικόν = veracity Hierocl.in CA2p.422M. Adv. ἀληθευτικῶς = frankly, sincerely Eust.385.6, etc.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 sincero Arist.EN 1124b30, 1127a24
•neutr. subst. Hierocl.in CA 2.
2 adv. ἀληθευτικῶς = sinceramente Eust.385.6.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀληθευτικός -ή -όν ἀληθεύω eerlijk, oprecht.
German (Pape)
wahrhaftig, Arist. Eth. 4.3 und 7; in der Mitte stehend zwischen dem εἴρων und ἀλαζών.
Russian (Dvoretsky)
ἀληθευτικός: правдивый, искренний Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀληθευτικός: -ή, -όν, φιλαλήθης, οὐδὲν ἀποκρύπτων, εἰλικρινής, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 7. ― ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 385, 6 κτλ.
Greek Monolingual
ἀληθευτικός, -ή, -ὸν (AM) ἀληθευτής
1. αυτός που δεν κρύβει την αλήθεια, φιλαλήθης, ειλικρινής
2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀληθευτικόν
η φιλαλήθεια.