Anonymous

ἀντιφυλάσσω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιφῠλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[προσέχω]] με τη [[σειρά]] μου, σε Πλάτ. — Μέσ., βρίσκομαι σε [[επιφυλακή]] ενάντια σε, <i>τινά</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀντιφῠλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[προσέχω]] με τη [[σειρά]] μου, σε Πλάτ. — Μέσ., βρίσκομαι σε [[επιφυλακή]] ενάντια σε, <i>τινά</i>, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιφῠλάσσω:''' атт. ἀντιφῠλάττω<br /><b class="num">1)</b> со своей стороны наблюдать (τινά Plat.);<br /><b class="num">2)</b> med. (также) зорко следить, остерегаться (τινά Xen., Plut.).
}}
}}