ἀντιφυλάσσω

From LSJ

Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort

Menander, Monostichoi, 346
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιφῠλάσσω Medium diacritics: ἀντιφυλάσσω Low diacritics: αντιφυλάσσω Capitals: ΑΝΤΙΦΥΛΑΣΣΩ
Transliteration A: antiphylássō Transliteration B: antiphylassō Transliteration C: antifylasso Beta Code: a)ntifula/ssw

English (LSJ)

Att. ἀντιφυλάττω, watch in turn, Pl.Lg.705e:—Med., to be on one's guard in turn, X. An.2.5.3, cf. Plu.Demetr.36.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω
vigilar a su vez μοι Pl.Lg.705e
en v. med., abs. tomar medidas de precaución a su vez X.An.2.5.3, Plu.Demetr.36.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιφῠλάσσω: атт. ἀντιφῠλάττω
1 со своей стороны наблюдать (τινά Plat.);
2 med. (также) зорко следить, остерегаться (τινά Xen., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιφῠλάσσω: Ἀττ. -ττω, ἐπιτηρῶ τὸν ἐπιτηροῦντα, ἀντιφυλάξατε ἑπόμενοι Πλάτ. Νόμ. 705Ε: ― Μέσ., λαμβάνω προφυλακτικὰ μέτρα κατά τινος φυλασσομένου με, φυλαττόμενον δέ σε ὁρῶ ὡς πολεμίους ἡμᾶς, καὶ ἡμεῖς ὁρῶντες ταῦτα ἀντιφυλασσόμεθα Ξεν. Ἀν. 2. 5, 3, πρβλ. Πλουτ. Δημήτ. 36.

Greek Monolingual

ἀντιφυλάσσω κ. -ττω (Α)
επαγρυπνώ κι εγώ, παρακολουθώ τον εχθρό που με παρακολουθεί.

Greek Monotonic

ἀντιφῠλάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, προσέχω με τη σειρά μου, σε Πλάτ. — Μέσ., βρίσκομαι σε επιφυλακή ενάντια σε, τινά, σε Ξεν.

Middle Liddell

to watch in turn, Plat.:—Mid. to be on one's guard against, τινά Xen.