Anonymous

ἀτμίζω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀτμίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, παρακ. <i>ἤτμικα</i>· ([[ἀτμός]])· [[καπνίζω]], σε Σοφ.· λέγεται για το [[νερό]], [[βγάζω]] ατμούς, [[αχνίζω]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀτμίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, παρακ. <i>ἤτμικα</i>· ([[ἀτμός]])· [[καπνίζω]], σε Σοφ.· λέγεται για το [[νερό]], [[βγάζω]] ατμούς, [[αχνίζω]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτμίζω:''' <b class="num">1)</b> испускать пар ([[κρήνη]] ἀτμίζουσα Xen.; ὁ [[κέραμος]] ὀπτώμενος ἀτμίζει Arst.; λίμναι ἀτμίζουσιν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> дымиться (βωμὸς ἀτμίζων πυρί Soph.).
}}
}}