ἀτμίζω

English (LSJ)

A pf. ἤτμικα Arist.Pr.930b36:—smoke, βωμὸς ἀτμίζων πυρί S.Fr.370; of water, steam, X.An.4.5.15: generally, emit vapour, of hot meat, ἥδιστον ἀ. Pherecr.108.15 codd. Ath. (ἀπατμ- edd.); of perspiration, interpol. post Hp.Prog.6; of fresh-burnt tiles, Arist.Mete. 383a24, cf. 388b32.
II to be vaporized, ib.349b23,358b16,al.

Spanish (DGE)

I intr.
1 desprender humo, humear βωμὸς ἀτμίζων πυρί S.Fr.370, cf. Philox.Leuc.(b) 15, θυμιατήριον ... ἀτμίζον IG 42.126.19 (Epidauro II d.C.)
desprender vapor o vaho el agua κρήνη ἀτμίζουσα ἐν νάπῃ X.An.4.5.15, la arcilla al cocerse ὁ κέραμος τὸ πρῶτον ὀπτώμενος ἀτμίζει Arist.Mete.383a24
gener. exhalar vaho o vapor c. ref. al olor de carne caliente ἥδιστον ἀτμίζοντα Pherecr.113.15, ἀτμίζον κρέας Phryn.PS 8.10
sudar ὡς ἀτμίζειν τὸ σῶμα καὶ τὸν ἱδρῶτα χωρεῖν ἀτακτί Philostr.VA 3.17.
2 evaporarse τὸ ὑδατῶδες Arist.Pr.930b36, cf. Mete.358b16, Epicur.Nat.14.32, Thphr.Fr.163, tb. en v. med. ἐκ δὲ τοῦ ἀτμιζομένου (ὕδατος) ἀέρα γίγνεσθαι Ar.Did.38
contener vapor διὰ ψυχρότητα συνίσταται ὁ ἀτμίζων ἀὴρ εἰς ὕδωρ Arist.Mete.349b23
part. subst. τὸ ἀτμίζον el vapor οὐκ εἰς θάλατταν συγκρίνεται τὸ ἀτμίζον Arist.Mete.358b17.
II tr., en v. pas. recibir el vaho del agua, la profetisa de Bránquidas, Iambl.Myst.3.11 (bis).

German (Pape)

[Seite 387] dampfen, βωμὸς ἀτμίζων πυρί Soph. frg. 340; von einer heißen Quelle, Xen. An. 4, 5, 15; von gekochten Speisen, duften, Pherecrat. bei Ath. VI, 269 a; Arist. Meteor. 1, 3.

French (Bailly abrégé)

seul. prés., ao. ἤτμισα, pf. ἤτμικα;
jeter une vapeur.
Étymologie: ἀτμός.

Russian (Dvoretsky)

ἀτμίζω:
1 испускать пар (κρήνη ἀτμίζουσα Xen.; ὁ κέραμος ὀπτώμενος ἀτμίζει Arst.; λίμναι ἀτμίζουσιν Plut.);
2 дымиться (βωμὸς ἀτμίζων πυρί Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀτμίζω: μέλλ. -ίσω, πρκμ. ἤτμικα Ἀριστ. Προβλ. 22. 9: ― καπνίζω, βωμός ἀτμίζων πυρὶ Σοφ. Ἀποσπ. 340· ἐπὶ ὕδατος, ἐκπέμπω ἀτμόν, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 15· καθόλου, ἐκπέμπω ἀτμούς, «ἀτμίζω», ἐπὶ θερμοῦ κρέατος, ἥδιστον ἀτμ. Φερεκρ. ἐν Μεταλλεῦσι 1. 15· ― ἐπὶ τοῦ ἱδρῶτος, Ἱππ. Προγν. 38· ἐπὶ νεωστὶ ὠπτημένων πλίνθων, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 7, πρβλ. 10. 11. ΙΙ. γίνομαι ἀτμός, εὑρίσκομαι ἐν ἀτμώδει καταστάσει, αὐτόθι 1. 13, 9., 2. 3, 28, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

(AM ἀτμίζω)
αναδίδω ατμό, αχνίζω
αρχ.
εξατμίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ατμός ή < ατμίς].

Greek Monotonic

ἀτμίζω: μέλ. -ίσω, παρακ. ἤτμικα· (ἀτμόςκαπνίζω, σε Σοφ.· λέγεται για το νερό, βγάζω ατμούς, αχνίζω, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἀτμός
to smoke, Soph.: of water, to steam, Xen.