ἐμβριμάομαι: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμβρῑμάομαι:''' (ἐν), αποθ. με Μέσ. και Παθ. αόρ.<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ξεφυσώ]], [[ρουθουνίζω]], λέγεται για άλογα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, συγκινούμαι [[βαθιά]], οργίζομαι, [[αγανακτώ]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> με δοτ. προσ., [[συμβουλεύω]], [[προειδοποιώ]], [[επιπλήττω]], [[κατσαδιάζω]], [[αποπαίρνω]], στο ίδ.
|lsmtext='''ἐμβρῑμάομαι:''' (ἐν), αποθ. με Μέσ. και Παθ. αόρ.<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ξεφυσώ]], [[ρουθουνίζω]], λέγεται για άλογα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, συγκινούμαι [[βαθιά]], οργίζομαι, [[αγανακτώ]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> με δοτ. προσ., [[συμβουλεύω]], [[προειδοποιώ]], [[επιπλήττω]], [[κατσαδιάζω]], [[αποπαίρνω]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμβρῑμάομαι:''' <b class="num">1)</b> (в чем-л.) храпеть, фыркать (ἵπποι ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμώμεναι Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> рычать, реветь (ἐνεβριμήσατο ἡ [[Βριμώ]] Luc.);<br /><b class="num">3)</b> обращаться со строгостью: ἐνεβριμήσατο αὐτοῖς λέγων NT он строго сказал им;<br /><b class="num">4)</b> волноваться, скорбеть (ἐν ἑαυτῷ NT).
}}
}}