Anonymous

προαφικνέομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προαφικνέομαι:''' μέλ. <i>-ίξομαι</i>, αποθ., [[φτάνω]] [[πρώτος]], σε Θουκ.
|lsmtext='''προαφικνέομαι:''' μέλ. <i>-ίξομαι</i>, αποθ., [[φτάνω]] [[πρώτος]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''προᾰφικνέομαι:''' раньше или уже приходить ([[ἤδη]] προαφῖκτο ἐς Σικελίαν Thuc.).
}}
}}