Anonymous

κούφισμα: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κούφισμα:''' -ατος, τό = [[κούφισις]], σε Ευρ.
|lsmtext='''κούφισμα:''' -ατος, τό = [[κούφισις]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κούφισμα:''' ατος τό облегчение, утешение, поддержка: χειρὸς θυραίας ἀμμένειν κουφίσματα Eur. ожидать посторонней помощи; κ. πρὸς τὰς τύχας Plut. утешение в превратностях судьбы.
}}
}}