Anonymous

ἀποδίδωμι: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποδίδωμι:''' [ῐ], μέλ. -[[δώσω]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[παραδίδω]] ή [[δίνω]] [[πίσω]], [[επαναφέρω]], [[επιστρέφω]], <i>τί τινι</i>, σε Όμηρ., Αττ.· [[ιδίως]] [[ανταποδίδω]] το οφειλόμενο, [[ξεπληρώνω]], όπως [[υπακοή]], χρέη, ποινές, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἀποδίδωμί τινι λώβην</i>, του [[ανταποδίδω]] την [[προσβολή]] του, δηλ. [[επιβάλλω]] [[αντίποινα]] γι' αυτήν, στο ίδ.· [[ἀποδίδωμι]] ἀμοιβήν τινι, σε Θέογν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ανταποδίδω]], [[επιστρέφω]], [[παραχωρώ]], [[παράγω]], λέγεται για καλλιεργούμενες εκτάσεις γης, ἐπὶ διηκόσια [[ἀποδοῦναι]] (ενν. <i>καρπόν</i>), αποδίδει καρπό κατά διακόσιες φορές περισσότερο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., [[επιτρέπω]], [[αφήνω]], [[ανέχομαι]] κάποιον να κάνει [[κάτι]], [[ἀποδίδωμι]] τισὶ αὐτονομεῖσθαι, σε Θουκ. κ.λπ.· ομοίως στην Παθ., ὁ [[λόγος]] ἀπεδόθη αὐτοῖς, τους παραχωρήθηκε το [[δικαίωμα]] να μιλήσουν, σε Αισχίν.<br /><b class="num">4.</b> [[καθιστώ]], κάνω κάποιον ή [[κάτι]] να αποκτήσει μια συγκεκριμένη [[ιδιότητα]], [[ἀποδίδωμι]] τὴν τέρψιν βεβαιοτέραν, σε Ισοκρ.<br /><b class="num">5.</b> [[παραδίδω]], [[παραχωρώ]], [[χαρίζω]] (πιθ. και [[πωλώ]]) ως δούλο, σε Ευρ.· [[ἀποδίδωμι]] ἐπιστολήν, [[παραδίδω]] μια [[επιστολή]], σε Θουκ.<br /><b class="num">6.</b> λόγον [[ἀποδίδωμι]], [[δίδω]], [[παραδίδω]] λογαριασμό, Λατ. rationes referre, σε Δημ.· [[αφηγούμαι]], [[εξιστορώ]] [[κάτι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">7.</b> [[ἀποδίδωμι]] ὅρκον, βλ. [[ὅρκος]].<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., αυξάνομαι, παραπλήσιο του [[ἐπιδίδωμι]] III· ἢν ἡ [[χώρη]] ἐπιδιδοῖ ἐς [[ὕψος]] καὶ ἀποδιδοῖ ἐς αὔξησιν, σε Ηρόδ.· [[εκτός]] εάν η [[φράση]] αυτή σημαίνει το αντίθετο· εάν η καλλιεργήσιμη γη αυξηθεί σε [[μήκος]] και [[πλάτος]] και παρουσιάσει [[ωστόσο]] [[μείωση]] παραγωγικότητας, καρποφορίας.<br /><b class="num">III.</b> Μέσ., [[παραδίδω]] [[κάτι]] με τη θέλησή μου, [[πωλώ]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ἀποδίδωμί τι ἐς Ἑλλάδα</i>, [[φέρνω]] [[κάτι]] στην [[Ελλάδα]] και [[εκεί]] το [[πωλώ]], σε Ηρόδ.· [[ἀποδίδωμι]] τοῦ εὑρίσκοντος, [[πωλώ]] [[κάτι]] στην αξία του, το [[κοστολογώ]] στην [[τιμή]] που μπορεί να «πιάσει» στην [[αγορά]], σε Αισχίν.· στην Αθήνα, [[ενοικιάζω]], [[εκμισθώνω]], [[μισθώνω]] τους δημοσίους φόρους, σε Δημ.
|lsmtext='''ἀποδίδωμι:''' [ῐ], μέλ. -[[δώσω]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[παραδίδω]] ή [[δίνω]] [[πίσω]], [[επαναφέρω]], [[επιστρέφω]], <i>τί τινι</i>, σε Όμηρ., Αττ.· [[ιδίως]] [[ανταποδίδω]] το οφειλόμενο, [[ξεπληρώνω]], όπως [[υπακοή]], χρέη, ποινές, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἀποδίδωμί τινι λώβην</i>, του [[ανταποδίδω]] την [[προσβολή]] του, δηλ. [[επιβάλλω]] [[αντίποινα]] γι' αυτήν, στο ίδ.· [[ἀποδίδωμι]] ἀμοιβήν τινι, σε Θέογν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ανταποδίδω]], [[επιστρέφω]], [[παραχωρώ]], [[παράγω]], λέγεται για καλλιεργούμενες εκτάσεις γης, ἐπὶ διηκόσια [[ἀποδοῦναι]] (ενν. <i>καρπόν</i>), αποδίδει καρπό κατά διακόσιες φορές περισσότερο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., [[επιτρέπω]], [[αφήνω]], [[ανέχομαι]] κάποιον να κάνει [[κάτι]], [[ἀποδίδωμι]] τισὶ αὐτονομεῖσθαι, σε Θουκ. κ.λπ.· ομοίως στην Παθ., ὁ [[λόγος]] ἀπεδόθη αὐτοῖς, τους παραχωρήθηκε το [[δικαίωμα]] να μιλήσουν, σε Αισχίν.<br /><b class="num">4.</b> [[καθιστώ]], κάνω κάποιον ή [[κάτι]] να αποκτήσει μια συγκεκριμένη [[ιδιότητα]], [[ἀποδίδωμι]] τὴν τέρψιν βεβαιοτέραν, σε Ισοκρ.<br /><b class="num">5.</b> [[παραδίδω]], [[παραχωρώ]], [[χαρίζω]] (πιθ. και [[πωλώ]]) ως δούλο, σε Ευρ.· [[ἀποδίδωμι]] ἐπιστολήν, [[παραδίδω]] μια [[επιστολή]], σε Θουκ.<br /><b class="num">6.</b> λόγον [[ἀποδίδωμι]], [[δίδω]], [[παραδίδω]] λογαριασμό, Λατ. rationes referre, σε Δημ.· [[αφηγούμαι]], [[εξιστορώ]] [[κάτι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">7.</b> [[ἀποδίδωμι]] ὅρκον, βλ. [[ὅρκος]].<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., αυξάνομαι, παραπλήσιο του [[ἐπιδίδωμι]] III· ἢν ἡ [[χώρη]] ἐπιδιδοῖ ἐς [[ὕψος]] καὶ ἀποδιδοῖ ἐς αὔξησιν, σε Ηρόδ.· [[εκτός]] εάν η [[φράση]] αυτή σημαίνει το αντίθετο· εάν η καλλιεργήσιμη γη αυξηθεί σε [[μήκος]] και [[πλάτος]] και παρουσιάσει [[ωστόσο]] [[μείωση]] παραγωγικότητας, καρποφορίας.<br /><b class="num">III.</b> Μέσ., [[παραδίδω]] [[κάτι]] με τη θέλησή μου, [[πωλώ]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ἀποδίδωμί τι ἐς Ἑλλάδα</i>, [[φέρνω]] [[κάτι]] στην [[Ελλάδα]] και [[εκεί]] το [[πωλώ]], σε Ηρόδ.· [[ἀποδίδωμι]] τοῦ εὑρίσκοντος, [[πωλώ]] [[κάτι]] στην αξία του, το [[κοστολογώ]] στην [[τιμή]] που μπορεί να «πιάσει» στην [[αγορά]], σε Αισχίν.· στην Αθήνα, [[ενοικιάζω]], [[εκμισθώνω]], [[μισθώνω]] τους δημοσίους φόρους, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποδίδωμι:''' <b class="num">1)</b> передавать, вручать (ἐπιστολήν τινι Xen.);<br /><b class="num">2)</b> отдавать, возвращать (τινί τι Hom., Soph., Plut.): ἀποδόσθαι τὸ [[σῶμα]] Eur. пожертвовать своей жизнью, но [[ἀποδοῦναι]] τὸ σῶμά τινι Eur. сохранить свою жизнь для кого-л.;<br /><b class="num">3)</b> возвращать, платить (τὸ [[χρέος]] Her.; καταδίκην Thuc.; [[τἀργύριον]] Arph.): ἀ. λώβην Hom. in tmesi искупать оскорбление; ἀ. ζημίαν Thuc. нести наказание;<br /><b class="num">4)</b> передавать, присваивать (τὴν ἀρχὴν ἔς τινα и τινί Her., Plat., Plut.; ὄνομά τινι Plat.): ἀ. εἰς τὴν βουλὴν περί τινος Lys. передавать в судебную коллегию дело о ком-л.;<br /><b class="num">5)</b> предоставлять, разрешать (τινὶ βουλεύσασθαι Thuc.: κολάζειν τινά Dem.) или вменять в обязанность, возлагать (τινὶ τοῦ φόνου τὰς δίκας δικάζειν Lys.);<br /><b class="num">6)</b> давать взамен, воздавать (по заслугам), отплачивать ([[χάριν]] Thuc., Isocr., Plut.; τὰς ἀξίας τιμάς τινι Plut.): ἀ. τινὶ [[ἀμοιβάς]] Eur. или τὴν ὁμοίην Her. воздавать равным за равное;<br /><b class="num">7)</b> представлять: λόγον ἀ. Dem. представлять отчет; λόγον [[ἀπόδος]] ἐφ᾽ ὅ τι [[χρέος]] ἐμόλετέ ποτε Eur. объясни, зачем это вы пришли;<br /><b class="num">8)</b> приносить, давать: ἐπὶ διηκόσια ἀ. Her. приносить двухсоткратный урожай;<br /><b class="num">9)</b> выдавать (τὰς πόλεις καὶ τὴν χώραν, αἰχμαλώτους ἐπὶ μικροῖς λύτροις Plut.);<br /><b class="num">10)</b> издавать, публиковать, объявлять (νόμους Xen.): ἀ. τὰς κρίσεις Arst. иметь суждение, судить;<br /><b class="num">11)</b> объяснять, истолковывать, определять (εὐδαιμονίαν Arst.; τὴν [[περίμετρον]] τῆς νήσου Polyb.);<br /><b class="num">12)</b> приводить в объяснение (τὴν ὕλην Arst.);<br /><b class="num">13)</b> исполнять, совершать (εὖ τὸ [[ἑαυτοῦ]] [[ἔργον]] Arst.; ὑπόσχεσιν Xen.; εὐχήν Plut.);<br /><b class="num">14)</b> делать (βεβαιότερόν τι Isocr.): [[ποιόν]] τι ἀ. Arst. придавать чему-л. определенность;<br /><b class="num">15)</b> воспроизводить, изображать (τὴν ἰδίαν μορφήν Arst.);<br /><b class="num">16)</b> восстанавливать, возрождать (τὸ [[πάτριον]] [[σχῆμα]] τοῖς ἱεροῖς Plut.);<br /><b class="num">17)</b> восстанавливаться (αἱ ὁμοιότητες διὰ πολλῶν γενῶν ἀποδιδόασιν Arst.);<br /><b class="num">18)</b> прибывать, увеличиваться (ἐς αὔξησιν Her.);<br /><b class="num">19)</b> преимущ. med. продавать (ἀνδοάποδα Thuc.; med. τι δραχμῆς Xen., χιλίων ταλάντων Plut.);<br /><b class="num">20)</b> med. давать на откуп (τὴν δεκάτην Aeschin.).
}}
}}