ἀποδίδωμι
ἀεὶ Λιβύη φέρει τι καινόν → Libya always bears something new
English (LSJ)
fut. ἀποδώσω: aor. 1 ἀπέδωκα: aor. 2
A ἀπέδων A.D.Synt. 276.9, shortened inf. ἀποδοῦν prob. in Hsch.:—give up or give back, restore, return, τινί τι Hom., etc.: esp. render what is due, pay, as debts, penalties, submission, honour, etc., τοκεῦσι θρέπτρα Il.4.478; ἀ. τινὶ λώβην give him back his insult, i.e. make atonement for it, ib.9.387 (tm.); τὴν πλημμέλειαν LXX Nu.5.7; εὖ ἔρδοντι κακὴν ἀ. ἀμοιβήν Thgn.1263; ἀ. τὴν ὁμοίην τινί Hdt.4.119; ἀμοιβάς Democr.92; κακὸν ἀντ' ἀγαθοῦ Id.93; ἀποδίδωμι τὸ μόρσιμον = pay the debt of fate, Pi.N.7.44; τὸ χρέος Hdt.2.136; τὸν ναῦλον Ar.Ra.270; ἀποδίδωμι τὴν ζημίαν, ἀποδίδωμι τὴν καταδίκην, Th.3.70, 5.50; τὴν φερνήν PEleph.1.11 (iv B. C.); εὐχάς X.Mem.2.2.10; ἀποδίδωμι ὀπίσω ἐς Ἡρακλείδας τὴν ἀρχήν Hdt.1.13, etc.; πόλεις ἀ. τοῖς παρακαταθεμένοις Aeschin.3.85; ἀ. χάριτας Lys.31.24; οὐκ ἐς χάριν ἀλλ' ἐς ὀφείλημα τὴν ἀρετὴν ἀ. Th.2.40; ἀ. χάριν τινός Isoc.6.73; [τὴν πόλιν] ἀ. τοῖς ἐπιγιγνομένοις οἵανπερ παρὰ τῶν πατέρων παρελάβομεν X.HG7.1.30:—Pass., ἔως κ' ἀπὸ πάντα δοθείη Od.2.78; ἀ. μισθός, χάριτες, Ar.Eq.1066, Th.3.63.
2 assign, ταῖς γυναιξὶ μουσικὴν καὶ γυμναστικήν Pl.R.456b; τὸ δίκαιον καὶ τὸ συμφέρον Arist.Rh.1354b3, cf. 1356a15; τὸ πρὸς ἀλκὴν ὅπλον ἀ. ἡ φύσις Id.GA759b3, etc.
b refer to one, as belonging to his department, εἰς τοὺς κριτὰς τὴν κρίσιν Pl.Lg.765b; ἀποδίδωμι εἰς τὴν βουλὴν περὶ αὐτῶν refer their case to the Council, Isoc.18.6, cf. Lys.22.2, etc.
3 render, yield, of land, ἐπὶ διηκόσια ἀποδοῦναι (sc. καρπόν) yield fruit two hundred-fold, Hdt.1.193; τἅλλα δ' ἅν τις καταβάλη ἀπέδωκεν ὀρθεῶς Men.Georg.38; ἤν ἡ χώρη κατὰ λόγον ἐπιδιδοῖ ἐς ὕψος καὶ τὸ ὅμοιον ἀποδιδοῖ ἐς αὔξησιν renders, makes a like increase in extent, Hdt.2.13:—hence perhaps metaph., τὸ ἔργον ἀποδίδωμι Arist.EN1106a16; ἀποδίδωμι δάκρυ E.HF489.
4 concede, allow, c. inf., suffer or allow a person to do, ἀ. τισὶ αὐτονομεῖσθαι Th.1.144, cf. 3.36; εἰ δὲ τοῖς μὲν . . ἐπιτάττειν ἀποδώσετε D.2.30; ἀ. κολάζειν Id.23.56; τῷ δικαστηρίῳ ἀποδίδοται τοῦ φόνου τὰς δίκας δικάζειν Lys.1.30; ἀποδίδωμι τινὶ ζητεῖν Arist.Pol.1341b30, cf. Po.1454b5; also οὔτε ἀπολογίας ἀποδοθείσης And.4.3; ἐπειδὰν αὐτοῖς ὁ λόγος ἀποδοθῆ when right of speech is allowed them, Aeschin.3.54.
5 ἀποδίδωμι τινά with an Adj., render or make so and so, like ἀποδείκνυμι, ἀποδίδωμι τὴν τέρψιν βεβαιοτέραν Isoc.1.46; τέλειον ἀποδίδωμι τὸ τέκνον Arist.GA733b1; δεῖ τὰς ἐνεργείας ποιὰς ἀ. Id.EN 1103b22; μετριωτέραν τὴν ὑπερηφανίαν D.H.7.16.
b exhibit, display, τὴν ὑπάρχουσαν ἀρετήν And.1.109; ἀποδίδωμι τὴν ἰδίαν μορφήν render, express it, Arist.Po.1454b10; ἀποδίδωμι φαντασίαν τινός present appearance of, Phld.Ir.p.71 W., al.
6 deliver over, give up, e.g. as a slave, E. Cyc.239; ἀ. τὸν μιαρὸν τῶ χρόνῳ φῆναι Antipho 4.4.11.
7 ἀποδίδωμι ἐπιστολήν deliver a letter, Th.7.10, cf. E.IT745.
8 ἀποδίδωμι τὸν ἀγῶνα ὀρθῶς καὶ καλῶς bring it to a conclusion, Lycurg.149.
9 λόγον ἀποδίδωμι render an account, D.27.48:—Pass., μαρτυρίαι ἀποδίδωμι Test. ap. D.18.137.
10 ἀποδίδωμι ὅρκον, v. ὅρκος.
11 give an account or give a definition of a thing, explain it, E.Or.150; ἀ. τί ἐστί τι Arist.Cat.2b8, cf. 1a10, Metaph.1040b30, al.; ἑπομένως τούτοις ἀ. τὴν ψυχήν Id.de.An.405a4, cf. Ph.194b34, al.; also, use by way of definition, ὁ μὲν τὴν ὕλην ἀποδίδωσιν, ὁ δὲ τὸ εἶδος Id.de An.403b1; simply, define, τὸν ἄνθρωπον S.E.M.7.272; expound, Phld.D.3.14, cf. Epicur.Nat.14.3, 119G., 143 G.; render, interpret one word by another, ἀποδίδωμι τὴν κοτύλην ἄλεισον Ath.11.479c; explain, interpret, τὸ φωνὴν αἵματος βοᾶν Ph.1.209:—Pass., βέλτιον ἀποδοθήσεται Epicur.Ep.1 P.15 U.; ἀκριβεστέρως ἀποδοθήσεται A.D.Synt.45.21; ἀποδίδωμι τι πρός τι use with reference to, Olymp.in Mete.281.10, cf. Sch.Ar.Pl.538.
12 attach or append, make dependent upon, τί τινι or εἴς τι Hero Aut.24.5, 6, 2.
13 ἀποδίδωμι τί τινος assign a property to a thing, Arist.Top.128b28.
II intr., return, recur, Id.GA722a8, HA585b32.
2 Rhet. and Gramm., introduce a clause answering to the πρότασις, Id.Rh.1407a20; διὰ μακροῦ ἀ. D.H.Dem.9, etc.; cf. ἀπόδοσις II.2; οὐκ ἀποδίδωσι τὸ ἐπεί has no apodosis, Sch.Od.3.103; especially in similes, complete the comparison, Arist.Rh.1413a11.
3 in Tactics, turn back to face the enemy, εἰς ὀρθόν Ascl.Tact.10.12, etc.
4 Medic. in Pass., to be evacuated, σὺν τοῖς περιττώμασιν Dsc.4.82.
III Med., give away of one's own will, sell, Ar.Av.585, Hdt.1.70, etc.; ἀποδίδωμι τι ἐς τὴν Ἑλλάδα take to Greece and sell it there, Id.2.56: c. gen. pretii, Ar.Ach.830, Pax1237; οὐκ ἄν ἀπεδόμην πολλοῦ τὰς ἐλπίδας Pl.Phd.98b; ἀποδίδωμι τῆς ἀξίας, ἀποδίδωμι τοῦ εὑρίσκοντος, sell for its worth, for what it will fetch, Aeschin.1.96; ὅταν τις οἰκέτην πονηρὸν πωλῆ (= offer for sale) καὶ ἀποδῶται τοῦ εὑρόντος X.Mem.2.5.5, cf. Thphr. Char.15.4; διδοῦσι [τὰς νέας] πενταδράχμους ἀποδόμενοι Hdt.6.89; ἀποδίδωμι εἰσαγγελίαν = sell, i.e. take a bribe to forgo, the information, D.25.47; οἱ δραχμῆς ἄν ἀποδόμενοι τὴν πόλιν X.HG 2.3.48; at Athens, esp. farm out the public taxes, D.20.60, opp. ὠνέομαι: metaph., οἷον πρὸς ἄργυρον τὴν δόξαν τὰς ψυχάς Jul.Or.1.42b:—Act. and Med. are distinguished in Lex ap.And.1.97 πάντα ἀποδόμενος τὰ ἡμίσεα ἀποδώσω τῷ ἀποκτείναντι: but Act. is used in med. sense in Th.6.62 (s.v.l.), cf. Foed.Delph.Pell. 2 A 22, and possibly in E.Cyc.239, Ar.Ra.1235: Med. for Act. in Antipho Fr.54:—Pass., to be sold, Hsch.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῐ-]
• Morfología: pres. inf. lesb. ἀποδίδομεν IG 12(2).15.8 (Mitilene III/II a.C.), tes. ἀποδιδοῦμεν IG 9(2).512.16 (Larisa II a.C.), opt. 3.a plu. foc. ἀποδιδοίησαν SIG 672.81 (Delfos II a.C.); fut. 3.a plu. med. rod. ἀποδωσεῦνται IG 12(1).694.7 (Camiro III a.C.); aor. ind. 1.a sg. ἀπέδων A.D.Synt.276.9, 1.a plu. foc. ἀπεδώκαμες SIG 241A.3 (Delfos IV a.C.), inf. ἀποδοῦν Hsch., ἀποδῶναι OFlorida 4, lacon. ἀποδόμεν Ar.Lys.1163, cret. ἀποδόμην ICr.4.41.3.12 (Gortina V a.C.), v. med. el. ἀποδόσσαι Schwyzer 424.9 (Olimpia IV a.C.), subj. 3.a sg. beoc. ἀποδώει IG 7.3172.77 (Orcómeno III a.C.), foc. ἀποδώη GDI 1717.9 (Delfos), part. arcad. ἀπυδόας IG 5(2).6.13 (Tegea IV a.C.), tard. ἀποδωκαμένη Man.5.126; perf. ind. 3.a plu. beoc. ἀποδεδόανθι IG 7.3171.35 (Orcómeno III a.C.), part. arcad. ἀπυδεδωκώς IG 5(2). p.XXXVI 44 (Delfos IV a.C.), med. ἀπυͶεδομίνος IG 5(2).262.19 (Mantinea V a.C.)
A tr.
I c. ἀπό de valor concr.
1 dar algo que se debe, devolver c. ac. de pers. o cosa y dat. de pers. οὐδὲ τοκεῦσι θρέπτρα φίλοις ἀπέδωκε Il.4.478, πατρὶ ... κούρην Il.1.98, ἐμοὶ ... λώβην Il.9.387, τὸ σῶμα πατρί E.Or.1075, εὖ ἕρδοντι κακὴν ἀπέδωκας ἀμοιβήν Thgn.1263, τὴν ὁμοίην (γῆν) ὑμῖν Hdt.4.119, cf. And.Myst.97
•sólo c. ac. devolver τὸ μόρσιμον morir Pi.N.7.44, τὸ χρέος Hdt.2.136, ἀμοιβάς Democr.B 92, cf. Th.3.63, τὴν προῖκα D.59.52, φερνήν PEleph.1.11 (IV a.C.), εὐχάς X.Mem.2.2.10, χάριν Isoc.6.73, cf. Lys.31.24, Numen.28.2, LXX 3Ma.1.9, τὴν γυναῖκα LXX Ge.29.27, τὴν πλημμέλειαν LXX Nu.5.7, τōν χρɛ̄μάτον τὸ λάχος SMSR 13.58, πληγάς AP 11.79
•en v. pas. ἀπὸ πάντα δοθείη Od.2.78
•fig. δάκρυ E.HF 489
•c. giro preposicional y ac. devolver, restituir ἀ. ὀπίσω ἐς Ἡρακλείδας τὴν ἀρχήν Hdt.1.13, κακὸν ἀντ' ἀγαθοῦ Democr.B 93
•abs. restituir una deuda Hes.Op.349, Ἀποδίδουσα, -ης, ἡ La que restituye tít. de una comedia de Eufrón, Ath.503a.
2 pagar c. ac. del pago τὸν ναῦλον Ar.Ra.270, (τὴν ζημίαν) Th.3.70, τὴν καταδίκην Th.5.50, τιμήν PHib.90.91 (III a.C.), en v. pas. ὁ μισθὸς πρῶτον ἀποδοθήσεται Ar.Eq.1066
•c. dat. de pers. αὐτῷ LXX To.4.14, ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ Ep.Rom.2.6
•c. ac. y dat. pagar μισθὸν ἀ. ὑμῖν PGrenf.2.91.7 (VI/VII d.C.), cf. PDura 17.95 (II d.C.)
•abs. ἀπόδος πάσῃ τέχνῃ paga de todas maneras Ar.Ra.1235, διδοῦσι πενταδράχμους ἀποδόμενοι entregan cinco dracmas como pago Hdt.6.89.
II c. ἀπό neutralizado
1 entregar, dar, atribuir c. ac. de cosa y dat. de pers. φίλοισι γράμματα E.IT 745, τοῖς ἐπιγιγνομένοις τὴν πατρίδα X.HG 7.1.30, ταῖς ... γυναιξὶ μουσικήν Pl.R.456b, οὐδενὶ γὰρ τὸ πρὸς ἀλκὴν ὅπλον τῶν θηλείων ἡ φύσις Arist.GA 759b3, cf. Plb.3.84.1, en v. pas. τὸ ... σύνθημα τοῖς Ἰλλυριοῖς la señal a los ilirios Plb.2.67.1
•conceder en v. pas. ἐπειδὰν αὐτοῖς ὁ λόγος ἀποδοθῇ Aeschin.3.54
•de Dios dar, regalar τὰς χάριτας ... τοῖς προσερχομένοις 1Ep.Clem.23.1
•c. ac. de pers. o cosa ἐπιστολήν Th.7.10
•suministrar mercancías PLille 29.2.39, αὐτοὺς ... ἐν χειρὶ ... βασιλέως LXX Id.4.2
•c. ac. de cosa y giro c. prep. εἰς τοὺς κριτὰς ... τὴν κρίσιν Pl.Lg.765b, cf. Arist.Rh.1356a15
•c. ac. de cosa y gen. ἐὰν δ' ἑκατέρου ἑκάτερον ἀποδῷ si asigna una (propiedad) a cada cosa Arist.Top.128b28, cf. Epicur.Fr.[29] 24.7, εἰς τὴν βουλὴν περὶ αὐτῶν presentar un caso al Consejo Isoc.18.6, cf. Lys.22.2
•en v. med. arrendar los impuestos públicos en Atenas, D.20.60
•hacer salir, evacuar σὺν τοῖς περιττώμασιν Dsc.4.82.
2 c. ac. de resultado publicar, dar τοὺς νόμους X.Lac.8.5
•cumplir, realizar ἔργον Arist.EN 1106a16
•llevar a término ἀγῶνα Lycurg.149
•causar, producir efectos ópticos διττὴν ἔμφασιν Plu.2.930b.
3 c. ac. de n. abstr. demostrar, probar ἀρετήν Th.2.40, cf. And.Myst.109, τὴν ἰδίαν μορφήν Arist.Po.1454b10, τὴν φαντασίαν τινός Phld.Ir.p.71, cf. Arist.Top.109b12.
4 mec. dirigir hacia, sujetar a (τὴν σπάρτον) εἰς τὴν λείαν Hero Aut.6.2, en v. pas. ἡ σπάρτος ... ἀποδοθήσεται τῇ λείᾳ Hero Aut.24.5.
III de manifestaciones orales o escritas
1 definir, explicar c. ac. οὐσίαν τί ἐστιν Arist.Cat.2b8, cf. E.Or.150, Arist.Cat.1a10, Metaph.1040b30, And.3.4, ἐπομένως τούτοις καὶ τὴν ψυχὴν ἀ. Arist.de An.405a4, τὸν αἴτιον Arist.Ph.194b34, ὁ μὲν τὴν ὕλην ἀποδίδωσι, ὁ δὲ τὸ εἶδος Arist.de An.403b1, ὥστε χαλεπὸν ἀποδιδόναι τὸ δίκαιον καὶ συμφέρον ... τοὺς κρίνοντας Arist.Rh.1354b3, τὸν ἄνθρωπον S.E.M.7.272, τὰ ποῖα ... περὶ θεῶν Phld.D.3.14.21, 22, βέλτιον τά ... γινόμενα Epicur.Ep.[2] 55, τὸ τοιοῦτον ἀκριβέστερον A.D.Synt.45.21, cf. Epicur.Fr.[34] 33.5
•c. περί y gen. explicar, dar explicación o cuenta de χαλεπώτερον ἀποδοῦναι περὶ γενέσεως Arist.GC 333b4
•poner ἐκείνῳ ... ὄνομα Pl.Tht.186d
•explicar, interpretar una palabra mediante otra τὴν κοτύλην ἄλεισον Ath.479c, τὸ δὲ «φωνὴν αἵματος βοᾶν» κατ' ἀκόλουθον οὕτως ἀποδώσομεν Ph.1.209, τοῦτο (e.d. ἡ σῆψις) πρὸς τὸ φθορὰ (sic) δεῖ ἀποδοῦναι Olymp.in Mete.281.10.
2 c. compl. tb. de manifestaciones orales ἀ. λόγον dar cuenta D.27.48
•presentar en v. pas. μαρτυρίαι Test. en D.18.137
•ἀποδίδωμι ὅρκον = jurar D.19.318.
3 en gram. y ret. introducir σύνδεσμον πρὸ συνδέσμου Arist.Rh.1407a25, cf. 1413a11, Sch.Od.3.103
•introducir una apódosis διὰ μακροῦ D.H.Dem.9.
IV c. inf. conceder, consentir αὐτονομεῖσθαι Th.1.144, cf. 3.36, ἀκριβολογίαν ... ζητεῖν τοῖς βουλομένοις Arist.Pol.1341b30, τοῖς μὲν ... ἐπίταττειν D.2.30, κολάζειν D.23.56, τῷ δικαστηρίῳ ... ἀποδέδοται τοῦ φόνου τὰς δίκας δικάζειν Lys.1.30.
V c. adj. pred. hacer, convertir τὰς τέρψεις ... βεβαιοτέρας Isoc.1.46, τέλειον ἀ. τὸ τέκνον Arist.GA 733b1, δεῖ τὰς ἐνεργείας ποιὰς ἀ. Arist.EN 1103b22, μετριωτέραν ... τὴν ὑπερηφανίαν D.H.7.16.
VI c. compl. de la cosa vendida vender τἀνδράποδα ἀπέδοσαν Th.6.62, ἔφασκον ... ἐς θἁδώλια τῆς νηὸς ἐμβαλόντες ἀποδώσειν τινὶ πέτρους μοχλεύειν E.Cyc.239, αἱ δέ τί κα ἄλλο ἀποδῶι FD 1.486.2 A.22 (III a.C.)
•en gener. en v. med. τὼ βοιδαρίω τὠμώ ... ἀποδῶμαι Ar.Au.585, τὸν κρητῆρα Hdt.1.70, τὴν δὲ (γυναῖκα) ἐς τὴν Ἑλλάδα Hdt.2.56, τὰ κτήματα τοῦ ἀποθανόντος πάντα And.Myst.97, cf. Antipho Fr.54, PRyl.563.4
•c. gen. de precio οἴει ... τὸν πρωκτὸν ἀποδόσθαι με χιλιῶν δραχμῶν; Ar.Pax 1237, cf. Ach.830, οὐκ ἂν ἀπεδόμην πολλοῦ τὰς ἐλπίδας Pl.Phd.98b, οὐδὲ τῆς ἀξίας ἕκαστον τῶν κτημάτων ἀ. Aeschin.1.96, ὅταν τις οἰκέτην πονηρὸν πωλῇ καὶ ἀποδίδοται (sic) τοῦ εὑρόντος X.Mem.2.5.5, οἱ ... δραχμῆς ἂν ἀποδόμενοι τὴν πόλιν X.HG 2.3.48, cf. Thphr.Char.15.4
•fig. comprar τὴν δόξαν τὰς ψυχὰς ἀποδιδόμενοι comprando la gloria al precio de la vida Iul.Or.1.42b.
B intr.
1 producir, rendir de una tierra ἐπὶ διηκόσια el doscientos por uno Hdt.1.193, cf. Men.Georg.38.
2 aumentar, crecer ἢν ἡ χώρη κατὰ λόγον ἐπιδιδοῖ ἐς ὕψος καὶ τὸ ὅμοιον ἀποδιδοῖ ἐς αὔξησιν Hdt.2.13.
3 presentarse ἀποδιδόασι γὰρ διὰ πολλῶν γενεῶν αἱ ὁμοιότητες Arist.GA 722a8, cf. HA 585b32.
4 milit. hacer frente al enemigo εις ὀρθόν Ascl.Tact.10.12.
5 ἀπόδοντο· ἀπώλοντο Hsch. (f.l. de Il.2.162).
• Diccionario Micénico: a-pe-do-ke, a-pu-do-ke, a-pu-do-so-si.
French (Bailly abrégé)
impf. ἀπεδίδουν, f. ἀποδώσω, ao. ἀπέδωκα, ao.2 ἀπέδων, etc.
1 rendre, restituer : τινί τι qch à qqn;
2 rapporter : ἐπὶ διηκόσια ἀποδοῦναι HDT rendre 200 fois (la semence);
3 donner en échange : τὴν ὁμοίην τινί HDT rendre la pareille à qqn ; τὸ χρέος HDT payer sa dette ; τὴν χάριν THC rendre grâces, témoigner sa reconnaissance ; εὐχάς XÉN s'acquitter d'un vœu;
4 remettre, transmettre;
5 déférer, attribuer : ταῖς πόλεσιν αὐτονομεῖσθαι THC permettre aux cités de choisir un gouvernement qui leur convienne;
6 produire, mettre au jour : νόμους XÉN édicter des lois;
7 vendre;
Moy. ἀποδίδομαι (f. ἀποδώσομαι, ao.2 ἀπεδόμην) donner en échange de, vendre;
NT: rétribuer ; payer ; vendre.
Étymologie: ἀπό, δίδωμι.
German (Pape)
(δίδωμι),
1 abgeben, das, wozu man verpflichtet ist, was man schuldig ist (Eust. χρεωστικῶς δίδωμι – δίδομεν ἑκουσίως, ἀποδίδομεν ἀκουσίως), abtragen, zurückgeben, ausliefern, κούρην πατρί Il. 1.98, vgl. 134; 3.285; τοκεῦσι θρέπτρα 4.478; Od. 22.58, 61; Il. 9.387 πρίν γ' ἀπὸ πᾶσαν ἐμοὶ δόμεναι θυμαλγέα λώβην, bis er abgebüßt hat; τὸ μόρσιμον ἀπέδωκε, er hat die Schuld der Natur bezahlt, Pind. N. 7.44. Ebenso Soph. Phil. 912; und in Prosa, τὰ ὀφειλόμενα Plat. Rep. I.332a; τὸ προσῆκον ἑκάστῳ Crat. 430e; Soph. 235e; τὴν ἀξίαν χάριν Phaedr. 231b; und so öfter χάριν ἀποδ., Dank abstatten; ἐπιστολήν, abgeben, Xen. Cyr. 4.5.34; ὑπόσχεσιν, εὐχάς, Mem. 2.2.10; Plut. Pomp. 71; τὸ πάτριον πολίτευμα, herstellen, Pol. 2.70.
2 überhaupt übergeben, zueignen, ὄνομά τινι Plat. Theaet. 186d; τὴν ἀρχήν τινι Gorg. 471b; εἰς τὴν βουλὴν περί τινος, die Entscheidung dem Senat übergeben, Lys. 22.2; ᾡτινι ἀποδέδοται δικάζειν 12.30 und öfter bei Rednern; ἑαυτὸν ἀρχιθέωρον τῇ βουλῇ Din. 1.82; anheimstellen, ὁ νόμος ἀπέδωκε κολάζειν Dem. 23.56; vgl. 2.30; – νόμους, bekannt machen, Xen. Lac. 8.5.
3 auseinandersetzen, vortragen, λόγον, διήγησιν und ä., Pol. 4.2, 5.98; so τὴν εὐδαιμονίαν οὐχ ὁμοίως ἀποδιδόασιν, erklären, Arist. Eth. 1.3; τὴν περίμετρον τῆς νήσου, angeben, Pol. 34.5, und öfter wie Sp. Auch benennen, Ath. XI.495c.
4 Med., hingeben, ἐλπίδας πολλοῦ Plat. Phaed. 98a; verkaufen, bes. im aor., Her. 1.70 und sonst; Ar. Ach. 782 und öfter; Ar. Ran. 1235, wo ἀπόδου = ἀποπρίω, ablaufen, erkl. wird, ist v.l. ἀπόδος, was auch der Schol. erkl.; Plat. z.B. Rep. I.333b und Folgde. Dah. τὴν δεκάτην, verpachten, Dem. Lept. 60, vgl. Wolf zu dieser Stelle; Thuc. 6.62 braucht auch so das act. – Bei Arist. H.A. 1.18 ist es intr., αἱ ὁμοιότητες διὰ πολλῶν γενεῶν ἀποδιδόασιν, kehrenwieder.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδίδωμι:
1 передавать, вручать (ἐπιστολήν τινι Xen.);
2 отдавать, возвращать (τινί τι Hom., Soph., Plut.): ἀποδόσθαι τὸ σῶμα Eur. пожертвовать своей жизнью, но ἀποδοῦναι τὸ σῶμά τινι Eur. сохранить свою жизнь для кого-л.;
3 возвращать, платить (τὸ χρέος Her.; καταδίκην Thuc.; τἀργύριον Arph.): ἀ. λώβην Hom. in tmesi искупать оскорбление; ἀ. ζημίαν Thuc. нести наказание;
4 передавать, присваивать (τὴν ἀρχὴν ἔς τινα и τινί Her., Plat., Plut.; ὄνομά τινι Plat.): ἀ. εἰς τὴν βουλὴν περί τινος Lys. передавать в судебную коллегию дело о ком-л.;
5 предоставлять, разрешать (τινὶ βουλεύσασθαι Thuc.: κολάζειν τινά Dem.) или вменять в обязанность, возлагать (τινὶ τοῦ φόνου τὰς δίκας δικάζειν Lys.);
6 давать взамен, воздавать (по заслугам), отплачивать (χάριν Thuc., Isocr., Plut.; τὰς ἀξίας τιμάς τινι Plut.): ἀ. τινὶ ἀμοιβάς Eur. или τὴν ὁμοίην Her. воздавать равным за равное;
7 представлять: λόγον ἀ. Dem. представлять отчет; λόγον ἀπόδος ἐφ᾽ ὅ τι χρέος ἐμόλετέ ποτε Eur. объясни, зачем это вы пришли;
8 приносить, давать: ἐπὶ διηκόσια ἀ. Her. приносить двухсоткратный урожай;
9 выдавать (τὰς πόλεις καὶ τὴν χώραν, αἰχμαλώτους ἐπὶ μικροῖς λύτροις Plut.);
10 издавать, публиковать, объявлять (νόμους Xen.): ἀ. τὰς κρίσεις Arst. иметь суждение, судить;
11 объяснять, истолковывать, определять (εὐδαιμονίαν Arst.; τὴν περίμετρον τῆς νήσου Polyb.);
12 приводить в объяснение (τὴν ὕλην Arst.);
13 исполнять, совершать (εὖ τὸ ἑαυτοῦ ἔργον Arst.; ὑπόσχεσιν Xen.; εὐχήν Plut.);
14 делать (βεβαιότερόν τι Isocr.): ποιόν τι ἀ. Arst. придавать чему-л. определенность;
15 воспроизводить, изображать (τὴν ἰδίαν μορφήν Arst.);
16 восстанавливать, возрождать (τὸ πάτριον σχῆμα τοῖς ἱεροῖς Plut.);
17 восстанавливаться (αἱ ὁμοιότητες διὰ πολλῶν γενῶν ἀποδιδόασιν Arst.);
18 прибывать, увеличиваться (ἐς αὔξησιν Her.);
19 преимущ. med. продавать (ἀνδοάποδα Thuc.; med. τι δραχμῆς Xen., χιλίων ταλάντων Plut.);
20 med. давать на откуп (τὴν δεκάτην Aeschin.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδίδωμι: [ῐ]: μέλλ. -δώσω: ― παραδίδω ἤ δίδω ὀπίσω, ἐπιστρέφω τινί τι Ὅμ. καὶ Ἀττ.: κυρίως, ἀνταποδίδω, ἀποτίνω τι ὀφειλόμενον, ὡς π.χ. χρέη, ποινάς, τιμήν, ὑποταγήν, κτλ., θρέπτρα φίλοις Ἰλ. Δ. 478· παρέχω ἱκανοποίησιν, πρὶν γ’ ἀπὸ πᾶσαν ἐμοὶ δόμεναι θυμαλγέα λώβην [ἐν τμήσει]Ἰλ. Ι. 387· ἀπ’ ἀμοιβήν τινι Θέογν. 1263· ἀπ. τὴν ὁμοίην τινὶἩρόδ. 4. 119· ἀλλὰ τὸ μόρσιμον ἀπέδωκεν, ἀπέδωκε τὸ ὀφειλόμενον εἰς τὴν Εἱμαρμένην, Πινδ. Ν. 7. 64· τὸ χρέοςἩρόδ. 2. 136· τὸν ναῦλονἈριστοφ. Βάτρ. 270· τὴν ζημίαν, τὴν καταδίκην Θουκ. 3. 70., 5. 50· εὐχὰς Ξεν. Ἀπομ. 2. 2, 10· ἀπ. ὀπίσω ἐς Ἡρακλείδας τὴν ἀρχὴνἩρ. 1. 13, κτλ. ― περὶ τῆς ἐπικρατήσεως τῆς πρώτης καὶ κυρίας ταύτης σημασίας τῆς λέξεως ἐν Ἀθήναις, δίελθε ὁλόκληρον τὸν λόγον τοῦ Δημοσθ. περὶ Ἁλοννήσου, πρβλ. Αἰσχίν. 65. 30· οὕτως, ἀπ. χάριτας Λυσ. 189. 9· πρβλ. Θουκ. 3. 63· ἀπ. τι ἐς χάριν, ἐς ὀφείλημα ὁ αὐτ. 2. 40· ἀπ. χάριν Ἰσοκρ. 131Β· [τὴν πόλιν] ἀπ. τοῖς ἐπιγιγνομένοις οἵανπερ παρὰ τῶν πατέρων παρελάβομεν Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 30: ― παθ., ἕως κ’ ἀπὸ πάντα δοθείη Ὀδ. Β. 78· ἀπ. μισθός, χάριτες Ἀριστοφ. Ἱππ. 1066, Θουκ. 3. 63. 2) ὀρίζω, τάττω, ἀπονέμω, ταῖς γυναιξί μουσικήν Πλάτ. Πολ. 456Β· τὸ δίκαιον Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 7· τὸ πρὸς ἀλκὴν ὅπλον ἀπ. ἡ φύσις ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Γεν. 3. 10, 6, κτλ. β) ἀναφέρω τι εἴς τινα ὡς ἀνῆκον εἰς τὸ ἔργον ἤ ὑπούργημα αὐτοῦ, εἰς τοὺς κριτάς τὴν κρίσιν Πλάτ. Νόμ. 765Β· ἀπ. εἰς τὴν βουλὴν περὶ αὐτῶν, ἀναφέρω τὴν ὑπόθεσιν εἰς…, Ἰσοκρ. 372Β· πρβλ. Λυσ. 164. 7, κτλ. 3) ἀνταποδίδω, παράγω, ἐπὶ καλλιεργουμένης γῆς, ἐπὶ διηκόσια μὲν τὸ παράπαν ἀποδιδοῖ, ἀποδίδει καρπόν διακοσιάκις περισσότερον,Ἡρόδ. 1. 193· ἀπέδωχ’ ὅσας ἄν κατέβαλε (ἐνν. κριθὰς) Μένανδ. ἐν «Γεωργῶ» 4: ― Ἐντεῦθεν ἴσως μεταφ., τὸ ἔργον ἀπ.Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 6, 2· ἀπ. δάκρυ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 489. 4) παραχωρῶ, ἐπιτρέπω, μετ’ ἀπαρεμφ., ἀφίνω, ἐπιτρέπω τινὰ νὰ πράξῃ τι, ἀπ. τισι αὐτονομεῖσθαι Θουκ. 1. 144, πρβλ. 3. 36· εἰ δὲ τοῖς μὲν… ἐπιτάττειν ἀποδώσετε Δημ. 27. 1· ἀπ. κολάζειν ὁ αὐτ. 638· 6, πρβλ. Λυσ. 94. 36· ἀπ. τινι ζητεῖν Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 2, πρβλ. Ποιητ. 15. 10· ― ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πράγμ., ἀπ. ἀπολογίαν τινὶ, παρέχω εἴς τινα ἄδειαν νὰ ἀπολογηθῇ, Ἀνδοκ. 29. 16· οὕτως, ὁ λόγος ἀπεδόθη αὐτοῖς, τὸ δικαίωμα τοῦ λόγου ἐδόθη, ἐπετράπη εἰς αὐτοὺς, Αἰσχίν. 61. 16. 5) μετ’ ἐπιθ. ὡς τὸ ἀποδείκνυμι, καθιστῶ τι τοιοῦτον ἤ τοιοῦτον, ἀπ. τὴν τέρψιν βεβαιοτέραν Ἰσοκρ. 12Β· τέλειον ἀπ. τὸ τέκνον Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 2. 1, 23· δεῖ τὰς ἐνεργείας ποιὰς ἀποδιδόναι ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 2. 1, 8. β) ὡς τὸ ἀποδείκνυμι, ὡσαύτως, ἐπιδεικνύω, φανερώνω,τὴν ὑπάρχουσαν ἀρετὴν Ἀνδοκ. 14. 39· ἀπ. τὴν ἰδίαν μορφήν, ἐκφράζω αὐτὴν, ἐξηγοῦμαι αὐτὴν, Ἀριστ. Ποιητ. 15. 11. 6) παραδίδω εἴς τινα, ἤ χαρίζω (ἀλλ’ ἴσως ἐνταῦθα σημαίνει πωλῶ) ὡς δοῦλον, ἀποδώσειν τινὶ πέτρους μοχλεύειν, κτλ., Εὐρ. Κύκλ. 239· ἀπ. μιαρὸν τῷ χρόνῳ φῆναι Ἀντιφῶν 129. 14. 7) ἀπ. ἐπιστολήν, παραδίδω ἐπιστολήν, Θουκ. 7. 70· πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 745. 8) ἀπ. τὸν ἀγῶνα, φέρω αὐτὸν εἰς πέρας, τὸν τελειώνω, Λυκοῦργ. 169. 8. 9) λόγον ἀπ. δίδω λογαριασμόν, Λατ. rationes referre, Δημ. 828. 20· διηγοῦμαι, ἐξηγοῦμαί τι, Εὐρ. Ὀρ. 151: ― Παθ., μαρτυρίαι ἀπ. Δημ. 273. 12, 10)ἀπ. ὅρκον, ἴδε ἐν λ. ὅρκος. 11) κάμνω, παρέχω, τὰς κρίσεις Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 5· ἀπ. τί ἐστί τι, ὁρίζω, ὁ αὐτ. Κατηγ. 5. 9, πρβλ. 1. 2, κἑξ., κ. ἀλλ.· Μεταφ. 6. 16, 6, κ. ἀλλ.· ἑπομένως τούτοις ἀπ. τὴν ψυχὴν ὁ αὐτ. περὶ Ψυχῆς 1. 2, 14, πρβλ. Φυσ. 2. 3, 3, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως, μεταχειρίζομαι ὡς ὅρον, ὁ αὐτ. περὶ Ψυχῆς 1. 1, 16, κ. ἀλλ.: ― ἐξηγῶ, ἑρμηνεύω, μίαν λέξιν δι’ ἑτέρας, ἀπ. τὴν κοτύλην ἄλεισον Ἀθήν. 479C. 12) προσαρτῶ, προσθέτω, ἐξαρτῶ, τί τινι ἤ εἴς τιἭρων. Αὐτομ. 266. 17., 249. 1. 13) ἀπ. τί τινος, βεβαιῶ, καταφάσκω τι περί τινος, Ἀριστ. Τοπ. 5. 1, 3. ΙΙ. ἀμετάβ., αὐξάνομαι παραπλησίως τῷ ἐπιδίδωμιΙΙΙ. ἤν ἡ χώρη… κατὰ λόγον ἐπιδιδῷ ἐς ὕψος καὶ τὸ ὅμοιον ἀποδιδῷ ἐς αὔξησιν (δηλ. κατὰ μῆκος καὶ πλάτος)Ἡρόδ. 2. 13· ἀλλ’ ὁ Blakesley ὑπολαμβάνει το ῥῆμα ὡς ἀντιτιθέμενον τῷ ἐπιδιδῷ καὶ ἑρμηνεύει: ἐὰν ἡ χώρα αὕτη ἐξακολουθῇ οὕτω νὰ αὐξάνηται εἰς ὕψος καὶ κατ’ ἀναλογίαν ἐκπίπτῃ κατὰ τὴν πολυκαρπίαν, κτλ 2) ἐπαναλαμβάνομαι, ἐπανέρχομαι, Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 1. 18, 2, Ἱστ. Ζ. 7. 6, 6. 3) ἐν τῇ Ρητορ. καὶ γραμμ. ἀποτελῶ ἀπόδοσιν, Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 13, Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 9, κτλ.· πρβλ. ἀπόδοσις ΙΙ. 2· οὐκ ἀποδίδωσι τὸ ἐπεί, δὲν ἔχει ἀπόδοσιν, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Γ. 103. β) συντάσσομαι μετὰ τινος, ἀναφέρομαι εἴς τι, πρός τι Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 538.4) ἀπέδωκε (ἐνν. τὴν ψυχήν), ἀπέθανε, Συλλ. Ἐπιγρ. 9591. ΙΙΙ. Μέσ., δίδω τι ἑκουσίως, πωλῶ, πρῶτον παρ’Ἡροδ. 1. 70, κτλ. ἀπ. τι ἐς Ἑλλάδα, φέρω τι εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ ἐκεῖ τὸ πωλῶ, ὁ αὐτ. 2. 56, πρ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 585, κτλ., μετὰ γεν. τοῦ τιμήματος, ὁ αὐτ. Ἀχ. 830, Εἰρ. 1237· οὐκ ἂν ἀπεδόμην πολλοῦ τὰς ἐλπίδαςΠλάτ. Φαίδ. 98Β· ἀπ. τῆς ἀξίας, τοῦ εὑρίσκοντος, πωλῶ τι εἰς τὴν αξίαν του, ὅ, τι ἠμπορεῖ νὰ «πιάσῃ», Αἰσχίν. 13. 40, 41, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 2, 5, 5 (ἔνθα τὸ μὲν ἀποδίδοσθαι κεῖται ἐπὶ τῆς πραγματικῆς πωλήσεως,τὸ δὲ πωλεῖν ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ προσφέρειν τι πρὸς πώλησιν ἐν τῇ ἀγορᾷ, πρβλ. Θεοφρ. Χαρ. 15, 1)· διδοῦσι δὲ [τὰς νέας] πενταδράχμους ἀποδόμενοιἩρόδ. 6. 89· ἀπ. εἰσαγγελίαν, πωλῶ ὅ ἐ. δέχομαι δῶρα ὅπως ἐγκαταλίπω τὴν καταγγελίαν, Δημ. 784. 16· οὕτως, οἱ δραχμῆς ἄν ἀποδόμενοι τὴν πόλιν, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 48: ἐν Ἀθήναις, ἰδίως μισθῶ, ἀπομισθῶ, τοὺς δημοσίους φόρους, Δημ. 475. 5, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὠνέομαι: ― Ὁ Θουκ. ἐν 6. 62 ἔχει τὸ ἐνεργ. ἀπέδοσαν, ὅπερ ὁΒεκκ. καὶ Δινδ.διορθοῦσιν ἀπέδοντο, πρβλ. 7. 87· τὸ ἐνεργ. ὅμως κεῖται ἐπὶ τοιαύτης ἐννοίας ἐν Νικήτ. χρον. 280C. Ἡ διαφορὰ εἶναι λίαν φανερὰ ἐν Ἀνδοκ. 13. 16, πάντα ἀποδόμενος, τὰ ἡμίσεα ἀποδώσω τῷ ἀποκτείναντι, πρβλ. Βεκκήρου προοίμ. εἰς Θουκ. ἐν τέλ.
English (Autenrieth)
fut. ἀποδώσομεν, aor. ἀπέδωκε, subj. ἀποδῷσι, opt. ἀποδοῖτε, inf. ἀποδοῦναι: give or deliver up, restore; κτήματα, Il. 3.285; νέκυν ἐπὶ νῆας, Il. 7.84; θρέπτρα τοκεῦσιν, ‘repay the debt’ of nurture, Il. 4.478.
English (Slater)
ἀποδῐδωμι
a offer ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω καί τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ sc. as themes for song (P. 4.67)
b return i. e. pay ἀλλὰ τὸ μόρσιμον ἀπέδωκεν (sc. Νεοπτόλεμος) (N. 7.44)
English (Strong)
from ἀπό and δίδωμι; to give away, i.e. up, over, back, etc. (in various applications): deliver (again), give (again), (re-)pay(-ment be made), perform, recompense, render, requite, restore, reward, sell, yield.
English (Thayer)
present participle neuter ἀποδιδοῦν (from the form ἀποδιδόω, T Tr WH marginal reading ἀποδιδούς (see WH's Appendix, p. 167)); imperfect 3rd person plural ἀπεδίδουν (for the more common ἀπεδίδοσαν, Winer's Grammar, § 14,1c.); future ἀποδώσω; 1st aorist ἀπέδωκα; 2nd aorist ἀπεδων, imperative ἀπόδος, subjunctive 3rd person singular ἀποδῷ and in Tdf. ἀποδοι (see δίδωμι), optative 3rd person singular ἀποδῴη (or rather, ἀποδῴη; for ἀποδῴη is a subjunctive form) (ἀποδοιη, cf. Winer's Grammar, § 14,1g.; Buttmann, 46 (40); yet L T Tr WH ἀποδώσει); passive, 1st aorist infinitive ἀποδοθῆναι; middle, 2nd aorist ἀπεδομην, 3rd person singular ἀπέδοτο (L WH ἀπέδετο; cf. Buttmann, 47 (41); Delitzsch on Hebrew, p. 632note; (WH s Appendix, p. 167)); a common verb in Greek writings from Homer down, and the N.T. does not deviate at all from their use of it; properly, to put away by giving, to give up, give over (German abgeben (cf. Winer's De verb. comp. etc. Part iv., p. 12 f who regards ἀπό as denoting to give from some reserved store, or to give over something which might have been retained, or to lay off some burden of debt or duty; cf. Cope on Aristotle, rhet. 1,1, 7));
1. to deliver, relinquish what is one's own: τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, to give away for one's own profit what is one's own, i. e. to sell (Winer's Grammar, 253 (238)): τί, τινα, Herodotus 1,70 down; in the Sept. for מָכַר, to pay off, discharge, what is due (because a debt, like a burden, is thrown off, ἀπό, by being paid): a debt (German abtragen), ὅρκους things promised under oath, εὐχήν a vow, ἀμοιβάς grateful requitals, λόγον to render account: L text Tr text; μαρτύριον, to give testimony (as something officially due), to give back, restore: to requite, recompense, in a good or a bad sense: 2 Timothy 4:(κακόν ἀντί κακοῦ, ἀνταποδίδωμι.)
Greek Monotonic
ἀποδίδωμι: [ῐ], μέλ. -δώσω·
I. 1. παραδίδω ή δίνω πίσω, επαναφέρω, επιστρέφω, τί τινι, σε Όμηρ., Αττ.· ιδίως ανταποδίδω το οφειλόμενο, ξεπληρώνω, όπως υπακοή, χρέη, ποινές, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀποδίδωμί τινι λώβην, του ανταποδίδω την προσβολή του, δηλ. επιβάλλω αντίποινα γι' αυτήν, στο ίδ.· ἀποδίδωμι ἀμοιβήν τινι, σε Θέογν. κ.λπ.
2. ανταποδίδω, επιστρέφω, παραχωρώ, παράγω, λέγεται για καλλιεργούμενες εκτάσεις γης, ἐπὶ διηκόσια ἀποδοῦναι (ενν. καρπόν), αποδίδει καρπό κατά διακόσιες φορές περισσότερο, σε Ηρόδ.
3. με απαρ., επιτρέπω, αφήνω, ανέχομαι κάποιον να κάνει κάτι, ἀποδίδωμι τισὶ αὐτονομεῖσθαι, σε Θουκ. κ.λπ.· ομοίως στην Παθ., ὁ λόγος ἀπεδόθη αὐτοῖς, τους παραχωρήθηκε το δικαίωμα να μιλήσουν, σε Αισχίν.
4. καθιστώ, κάνω κάποιον ή κάτι να αποκτήσει μια συγκεκριμένη ιδιότητα, ἀποδίδωμι τὴν τέρψιν βεβαιοτέραν, σε Ισοκρ.
5. παραδίδω, παραχωρώ, χαρίζω (πιθ. και πωλώ) ως δούλο, σε Ευρ.· ἀποδίδωμι ἐπιστολήν, παραδίδω μια επιστολή, σε Θουκ.
6. λόγον ἀποδίδωμι, δίδω, παραδίδω λογαριασμό, Λατ. rationes referre, σε Δημ.· αφηγούμαι, εξιστορώ κάτι, σε Ευρ.
7. ἀποδίδωμι ὅρκον, βλ. ὅρκος.
II. αμτβ., αυξάνομαι, παραπλήσιο του ἐπιδίδωμι III· ἢν ἡ χώρη ἐπιδιδοῖ ἐς ὕψος καὶ ἀποδιδοῖ ἐς αὔξησιν, σε Ηρόδ.· εκτός εάν η φράση αυτή σημαίνει το αντίθετο· εάν η καλλιεργήσιμη γη αυξηθεί σε μήκος και πλάτος και παρουσιάσει ωστόσο μείωση παραγωγικότητας, καρποφορίας.
III. Μέσ., παραδίδω κάτι με τη θέλησή μου, πωλώ, σε Ηρόδ., Αττ.· ἀποδίδωμί τι ἐς Ἑλλάδα, φέρνω κάτι στην Ελλάδα και εκεί το πωλώ, σε Ηρόδ.· ἀποδίδωμι τοῦ εὑρίσκοντος, πωλώ κάτι στην αξία του, το κοστολογώ στην τιμή που μπορεί να «πιάσει» στην αγορά, σε Αισχίν.· στην Αθήνα, ενοικιάζω, εκμισθώνω, μισθώνω τους δημοσίους φόρους, σε Δημ.
Middle Liddell
I. to give up or back, restore, return, τί τινι Hom., Attic: esp. to render what is due, to pay, as debts, penalties, submission, Il.; ἀπ. τινὶ λώβην to give him back his insult, i. e. make atonement for it, Il.; ἀπ. ἀμοιβήν τινι Theogn., etc.
2. to return, render, yield, of land, ἐπὶ διηκόσια ἀποδοῦναι (sc. καρπόν) to yield fruit two hundred-fold, Hdt.
3. c. inf. to suffer or allow a person to do a thing, ἀπ. τισὶ αὐτονομεῖσθαι Thuc., etc.:—so in Pass., ὁ λόγος ἀπεδόθη αὐτοῖς right of speech was allowed them, Aeschin.
4. to render so and so, ἀπ. τὴν τέρψιν βεβαιοτέραν Isocr.
5. to deliver over, give up, as a slave, Eur.; ἀπ. ἐπιστολήν to deliver a letter, Thuc.
6. λόγον ἀπ. to render or give in an account, Lat. rationes referre, Dem.: to give an account of a thing, Eur.
7. ἀπ. ὅρκον, v. ὅρκος.
II. intr. to increase, much like ἐπιδίδωμι III, ἢν ἡ χώρη ἐπιδιδῶι ἐς ὕψος καὶ ἀποδιδῶι ἐς αὔξησιν Hdt.;—unless here it means the contrary, if the land increase in height and decrease in productiveness.
III. Mid. to give away of one's own will, to sell, Hdt., Attic; ἀπ. τι ἐς Ἑλλάδα to take to Greece and sell it there, Hdt.; ἀπ. τοῦ εὑρίσκοντος to sell for what it will fetch, Aeschin.: at Athens, to farm out the public taxes, Dem.
Chinese
原文音譯:¢pod⋯dwmi 阿坡-笛多米
詞類次數:動詞(48)
原文字根:從-給 相當於: (יָתַן / נָתַן) (שָׁלֵם) (שִׁלֵּם)
字義溯源:贈送,給,還,報答,履行,給與,償還,歸回,歸給,交付,交還,還清,對待,出賣,賣,供出來,交代,奉養,當盡;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(διδῶ / δίδωμι)*=給)組成。這字基本意義:償還。在舊約,神的子民若遵守神的誡命與律例,就有報酬;若不遵守,就有報應。報酬是正面的償還,報應是反面的償還。要避免那報應,就得獻祭,以祭牲流血,來代替不遵守者流血。在新約,神的羔羊流血而死,代替眾人流血死亡;神的兒子喝盡父神忿怒的杯,為我們成了咒詛;神的兒子為我們受了父神對我們一切應有的報應!現在,凡悔改相信接受神的兒子的人,都可坦然的進到神面前
同源字:1) (ἀνταποδίδωμι)回報 2) (ἀνταπόδομα)報答 3) (ἀνταπόδοσις)酬答 4) (διδῶ / δίδωμι)給 5) (μισθαποδοσία)酬勞 6) (μισθαποδότης)賞賜者。參讀 (ἀναδίδωμι)同義字
出現次數:總共(47);太(17);可(1);路(8);徒(4);羅(3);林前(1);帖前(1);提前(1);提後(2);來(3);彼前(2);啓(4)
譯字彙編:
1) 我將償還(2) 太18:26; 太18:29;
2) 就必⋯報答(2) 太6:4; 太6:6;
3) 報應(2) 羅2:6; 啓22:12;
4) 你還清(2) 太5:26; 路12:59;
5) 償還(2) 太18:25; 路7:42;
6) 對待(2) 啓18:6; 啓18:6;
7) 報(1) 帖前5:15;
8) 奉養(1) 提前5:4;
9) 要賞賜(1) 提後4:8;
10) 當盡(1) 林前7:3;
11) 當付清(1) 羅13:7;
12) 還報(1) 羅12:17;
13) 必向⋯交(1) 彼前4:5;
14) 就結出(1) 來12:11;
15) 出賣了(1) 來12:16;
16) 說出⋯來(1) 徒19:40;
17) 他要⋯報應(1) 太16:27;
18) 結(1) 啓22:2;
19) 必⋯報應(1) 提後4:14;
20) 將要交(1) 來13:17;
21) 以(1) 彼前3:9;
22) 能⋯交(1) 太21:41;
23) 你們所賣出(1) 徒5:8;
24) 他還清(1) 太18:30;
25) 他還清了(1) 太18:34;
26) 歸給(1) 太22:21;
27) 還清(1) 太18:28;
28) 可償還(1) 太18:25;
29) 謹守(1) 太5:33;
30) 必然報答(1) 太6:18;
31) 都要供出來(1) 太12:36;
32) 給(1) 太27:58;
33) 當歸給(1) 可12:17;
34) 我還(1) 路19:8;
35) 當歸(1) 路20:25;
36) 作(1) 徒4:33;
37) 交代出來(1) 路16:2;
38) 必還(1) 路10:35;
39) 交還(1) 路4:20;
40) 交給(1) 路9:42;
41) 賣(1) 徒7:9
Léxico de magia
dejar salir, liberar el aliento ὅλον ἀποδιδοὺς τὸ πνεῦμα dejando salir todo tu aliento P IV 658
Translations
sell
Abkhaz: аҭира; Afrikaans: verkoop; Aghwan: 𐔸𐕒𐔲𐕒𐕡𐔳𐔰𐕘𐔴𐕚𐕒𐕡𐕎; Albanian: shes; Amharic: መሸጥ; Arabic: بَاعَ; Egyptian Arabic: باع; Moroccan Arabic: باع; Armenian: վաճառել, ծախել; Aromanian: vindu; Assamese: বেচ, বিক্ৰী কৰ; Asturian: vender; Avar: бичизе; Azerbaijani: satmaq; Bashkir: һатыу; Basque: saldu; Belarusian: прадаваць, прадаць; Bengali: বেচা; Bhojpuri: बेचल; Breton: gwerzhañ; Bulgarian: продавам, продам; Burmese: ရောင်း; Catalan: vendre; Cebuano: baligya; Chechen: дохка; Cherokee: ᎤᎾᏕᎦ; Chinese Cantonese: 賣, 卖; Hokkien: 賣, 卖; Mandarin: 賣, 卖, 售, 贩卖; Cornish: gwertha; Czech: prodávat, prodat; Dalmatian: vandro; Danish: sælge; Dutch: verkopen; Esperanto: vendi; Estonian: müüma; Extremaduran: vendel; Farefare: koose; Faroese: selja; Finnish: myydä; French: vendre; Friulian: vendi; Galician: vender; Georgian: გაყიდვა, ვაჭრობა; German: verkaufen, vertreiben; Gothic: 𐍆𐍂𐌰𐌱𐌿𐌲𐌾𐌰𐌽; Greek: πουλάω; Ancient Greek: ἀναδίδομαι, ἀποδίδωμι, ἀποπέρνημι, ἀποπρατίζομαι, ἐξοδάω, ἐξοδῶ, καταπιπράσκω, καταπωλέω, καταπωλῶ, περάω, περνάω, πέρνημι, περνῶ, περῶ, πιπράσκω, πιπρήσκω, προχωρέω, προχωρῶ, πωλεῖν, πωλέω, πωλῶ; Gujarati: વેચવું; Haitian Creole: vann; Hawaiian: kūʻai; Hebrew: מכר; Higaonon: baligya; Hindi: बेचना; Hungarian: ad, elad, pénzzé tesz, árul, árusít, kereskedik; Icelandic: selja; Indonesian: jual, menjual; Ingrian: möövvä; Ingush: дохка; Irish: díol; Italian: vendere; Iu Mien: maaic; Japanese: 売る; Javanese: edol; Kabuverdianu: bende, bendi, vendê; Kabyle: zzenz; Kazakh: сату, сатпақ болу; Khmer: លក់; Kongo: kuteka; Korean: 팔다, 판매하다; Kumyk: сатмакъ; Kurdish Northern Kurdish: firotin; Kyrgyz: сатуу, сатып бер-; Ladino Hebrew: ב׳ינדיר; Latin: vender; Lao: ຂາຍ; Latgalian: puordūt; Latin: vendo; Latvian: pārdot; Lithuanian: parduoti; Lombard: vend; Luxembourgish: verkafen; Macedonian: продава; Malay: menjual; Maore Comorian: uudza; Maori: hoko; Mauritian Creole: vande; Mongolian: худалдах, зарах; Moore: koose; Norman: vendre; North Frisian: ferkuupe; Norwegian: selge; Occitan: vénder, vendre; Ojibwe: adaawaage; Old Church Slavonic: вѣнити; Old Javanese: dol; Oromo: gurguruu; Ossetian: ауӕй кӕнын; Ottoman Turkish: صاتمق; Papiamentu: bende; Pashto: پلورل; Persian: فروختن; Piedmontese: vende; Polish: sprzedawać, sprzedać; Portuguese: vender; Punjabi: ਵੇਚਣਾ; Quechua: rantikuy, ranqhay, qhatuy; Rohingya: bes-; Romani: bikinel; Romanian: vinde; Romansch: vender; Russian: продавать, продать; Sardinian: bèndhere, bendi, bèndiri, bènnere, vèndhere; Scottish Gaelic: reic; Serbo-Croatian Cyrillic: продавати, продати; Roman: prodavati, prodati; Sicilian: vìnniri; Sinhalese: විකුණනවා; Slovak: predávať, predať; Slovene: prodajati, prodati; Sorbian Lower Sorbian: pśedawaś, pśedaś; Spanish: vender; Swahili: kuuza; Swedish: sälja; Tabasaran: масу тувуб; Tagalog: magbili, ipagbili, ibenta; Tai Dam: ꪄꪱꪥ; Tajik: фурӯхтан; Tamil: வில்; Tatar: сатарга; Tausug: dagang; Tetum: fa'an; Thai: ขาย; Tibetan: འཚོང; Tocharian B: plänk-; Turkish: satmak; Turkmen: satmak; Tuvan: садар, саттынар; Udmurt: вузаны; Ukrainian: продавати, продати; Urdu: بیچنا; Uyghur: ساتماق; Uzbek: sotmoq; Venetian: véndar, vénder; Vietnamese: bán; Walloon: vinde; Welsh: gwerthu; White Yagnobi: пиронсак; Yakut: атыылаа; Yiddish: פֿאַרקויפֿן; Yoruba: tà; Zhuang: gai