Anonymous

συνεισπίπτω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεισπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]],<br /><b class="num">I.</b> [[πέφτω]] ή ρίχνομαι μέσα μαζί με άλλους, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[εισορμώ]] από κοινού, λέγεται για στρατιώτες που καταδιώκουν τους πολιορκούμενους ως τις πύλες και εισβάλλουν μαζί τους στην πόλη, σε Ηρόδ., Θουκ.
|lsmtext='''συνεισπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]],<br /><b class="num">I.</b> [[πέφτω]] ή ρίχνομαι μέσα μαζί με άλλους, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[εισορμώ]] από κοινού, λέγεται για στρατιώτες που καταδιώκουν τους πολιορκούμενους ως τις πύλες και εισβάλλουν μαζί τους στην πόλη, σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεισπίπτω:''' <b class="num">1)</b> вместе бросаться (ἐμπίπτουσιν εἰς τὴν θάλατταν, ξυνεισέπεσον δὲ [[ἡμῶν]] τινες Xen.);<br /><b class="num">2)</b> вместе устремляться, врываться, вторгаться ([[εἴσω]] τῶν πυλῶν, κατὰ τὰς πύλας Xen.; εἰς [[οἴκημα]] Plut.): σ. τινί Her., Thuc., Xen., Plut., [[μετά]] τινος Arph. и [[σύν]] τινι Xen. врываться вместе или одновременно с кем-л.
}}
}}