3,274,313
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φόβος:''' ὁ ([[φέβομαι]])·<br /><b class="num">I.</b> [[φυγή]], Λατ. [[fuga]], η [[μόνη]] [[σημασία]] στον Όμηρ.· [[φόβονδε]], = [[φύγαδε]], <i>μή τι φόβονδ' ἀγόρευσε</i>, συμβούλευσε να μην τραπεί σε [[φυγή]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[φόβος]], προσωπ. ως [[γιος]] του Άρη, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[φόβος]] [[γεμάτος]] [[πανικός]], όπως προξενεί η άτακτη [[φυγή]], στρατῷ [[φόβος]] ἐμβάλλειν, σε Ηρόδ.· [[έπειτα]] γενικά, [[φόβος]], [[τρόμος]], [[κυρίως]] η εξωτερική [[εκδήλωση]] του φόβου, και έτσι διακρίνεται από το [[δέος]] (η [[αίσθηση]] του φόβου), σε Αισχύλ. κ.λπ.· το [[αντικείμενο]] του φόβου βρίσκεται σε γεν., [[φόβος]] για κάποιον [[άλλο]], στον ίδ. κ.λπ.· [[αλλά]], <i>φόβοςπερί</i> ή [[ὑπέρ]] τινος, [[φόβος]] για ή όσον αφορά..., σε Θουκ.· με ρήμ., <i>ποιεῖν</i> ή <i>παρέχειν τινί</i>, σε Ξεν.· <i>φόβον ἐμβάλλειν</i>, <i>ἐντιθέναι τινί</i>, [[προξενώ]], [[δημιουργώ]] φόβο σε κάποιον, Λατ. metum incutere alicui, σε Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για τον άνθρωπο που νιώθει φόβο, <i>φόβον λαμβάνειν</i>, σε Ευρ.· [[φόβος]] [[ἔχει]] με, σε Αισχύλ.· [[φόβος]] ἐμπίπτει μοι, σε Ξεν.· διὰ φόβου [[ἔρχομαι]], σε Ευρ.· επίσης σε πληθ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[αντικείμενο]] τρόμου, τρομερό [[πράγμα]], <i>φόβοςἀκοῦσαι</i>, τρομερό να το ακούσεις, σε Ηρόδ.· σε πληθ., <i>ἢν φόβους λέγῃ</i>, σε Σοφ. | |lsmtext='''φόβος:''' ὁ ([[φέβομαι]])·<br /><b class="num">I.</b> [[φυγή]], Λατ. [[fuga]], η [[μόνη]] [[σημασία]] στον Όμηρ.· [[φόβονδε]], = [[φύγαδε]], <i>μή τι φόβονδ' ἀγόρευσε</i>, συμβούλευσε να μην τραπεί σε [[φυγή]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[φόβος]], προσωπ. ως [[γιος]] του Άρη, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[φόβος]] [[γεμάτος]] [[πανικός]], όπως προξενεί η άτακτη [[φυγή]], στρατῷ [[φόβος]] ἐμβάλλειν, σε Ηρόδ.· [[έπειτα]] γενικά, [[φόβος]], [[τρόμος]], [[κυρίως]] η εξωτερική [[εκδήλωση]] του φόβου, και έτσι διακρίνεται από το [[δέος]] (η [[αίσθηση]] του φόβου), σε Αισχύλ. κ.λπ.· το [[αντικείμενο]] του φόβου βρίσκεται σε γεν., [[φόβος]] για κάποιον [[άλλο]], στον ίδ. κ.λπ.· [[αλλά]], <i>φόβοςπερί</i> ή [[ὑπέρ]] τινος, [[φόβος]] για ή όσον αφορά..., σε Θουκ.· με ρήμ., <i>ποιεῖν</i> ή <i>παρέχειν τινί</i>, σε Ξεν.· <i>φόβον ἐμβάλλειν</i>, <i>ἐντιθέναι τινί</i>, [[προξενώ]], [[δημιουργώ]] φόβο σε κάποιον, Λατ. metum incutere alicui, σε Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για τον άνθρωπο που νιώθει φόβο, <i>φόβον λαμβάνειν</i>, σε Ευρ.· [[φόβος]] [[ἔχει]] με, σε Αισχύλ.· [[φόβος]] ἐμπίπτει μοι, σε Ξεν.· διὰ φόβου [[ἔρχομαι]], σε Ευρ.· επίσης σε πληθ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[αντικείμενο]] τρόμου, τρομερό [[πράγμα]], <i>φόβοςἀκοῦσαι</i>, τρομερό να το ακούσεις, σε Ηρόδ.· σε πληθ., <i>ἢν φόβους λέγῃ</i>, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φόβος:''' ὁ<b class="num">1)</b> страх, ужас, боязнь: φ. [[ἀπό]], [[παρά]], πρός и ἔκ τινος Soph., Xen., Luc. или πρός τινα (τι) Dem., Plut. страх перед кем(чем)-л. или чей-л. страх; φ. περί τινος Thuc., Plat. περί τινι Isocr. и περί τινα Polyb. страх из-за кого(чего)-л.; φ. [[ὑπέρ]] τινος Thuc., Plut. страх за кого-л.; [[ὀρθόθριξ]] φ. Aesch. страх, от которого волосы становятся дыбом; φ. (τοῦ) στρατεῦσαι ἐπί τινα Xen. боязнь воевать против кого-л.; φ. ὡς …, (ὡς) μὴ …, ([[ὅπως]]) μὴ … или ([[ὥστε]]) μὴ … Eur., Xen., Plat. боязнь (опасение), как бы не …; φ., εἰ [[πείσω]] τινά Eur. боюсь, смогу ли убедить кого-л.; ὁ [[αὐτός]] που φ. Plat. (здесь) то же самое опасение, т. е. и здесь есть повод сомневаться; φόβῳ (φόβοις), ἐκ и διὰ φόβου, διὰ (τὸν) φόβον Trag., Xen., Plat. из страха; ὑπὸ του φόβου Xen. от страха; ἀμφὶ φόβῳ θανάτου ἰάχησε Eur. охваченная страхом смерти, она воскликнула;<br /><b class="num">2)</b> страшная пора, ужасное время: ἀπὸ [[τούτου]] τοῦ φόβου Polyb. после этого страшного времени;<br /><b class="num">3)</b> ужасная вещь, страшное событие, ужас (φόβοι καὶ δείματα Thuc.; κίνδυνοι καὶ φόβοι Plat.; φόβους λέγειν Soph.): πολλῶν φόβων προσαγομένων Xen. при наличии многих ужасов, т. е. несмотря на страшные угрозы;<br /><b class="num">4)</b> (паническое) бегство ([[πρῶτος]] ἦρξε φόβοιο Hom.). | |||
}} | }} |