3,277,301
edits
(6_1) |
(2b) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἶψ''': (οὐχὶ ἴψ), ὁ, γεν. ἰπὸς ῑ, ὀνομ. πληθ. ἶππες· ([[ἴπτομαι]])· - [[σκώληξ]] καταστρέφων κέρατα καὶ ξύλα, Ὀδ. Φ. 395· [[ὡσαύτως]], ὁ τρώγων τὰ βλαστήματα τῶν [[ἀμπέλων]], ὡς τὸ ἶξ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 10, 5, π. Φυτ. Αἰτ. 3. 22, 5, Στράβ. 613. | |lstext='''ἶψ''': (οὐχὶ ἴψ), ὁ, γεν. ἰπὸς ῑ, ὀνομ. πληθ. ἶππες· ([[ἴπτομαι]])· - [[σκώληξ]] καταστρέφων κέρατα καὶ ξύλα, Ὀδ. Φ. 395· [[ὡσαύτως]], ὁ τρώγων τὰ βλαστήματα τῶν [[ἀμπέλων]], ὡς τὸ ἶξ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 10, 5, π. Φυτ. Αἰτ. 3. 22, 5, Στράβ. 613. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἶψ:''' ἰπός (ῑ) ὁ червь-точильщик: ὁ [[τόξον]] ἐνώμα, μὴ [[κέρα]] ἶπες ἔδοιεν Hom. он (Одиссей) поворачивал лук, (чтобы убедиться), не источили ли черви его рогов. | |||
}} | }} |