3,277,719
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνοργίζομαι:''' αόρ. αʹ <i>-ωργίσθην</i>, αποθ., οργίζομαι, [[θυμώνω]] από κοινού με, <i>τινι</i>, σε Ισοκρ., Δημ. κ.λπ. | |lsmtext='''συνοργίζομαι:''' αόρ. αʹ <i>-ωργίσθην</i>, αποθ., οργίζομαι, [[θυμώνω]] από κοινού με, <i>τινι</i>, σε Ισοκρ., Δημ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνοργίζομαι:''' (fut. συνοργισθήσομαι, aor. συνωργίσθην) вместе сердиться Dem., Plut.: συνοργισθῆναι τοῖς ἀδικηθεῖσιν Isocr. разделить гнев обиженных. | |||
}} | }} |