Anonymous

συνοργίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
nl
(4b)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''συνοργίζομαι:''' (fut. συνοργισθήσομαι, aor. συνωργίσθην) вместе сердиться Dem., Plut.: συνοργισθῆναι τοῖς ἀδικηθεῖσιν Isocr. разделить гнев обиженных.
|elrutext='''συνοργίζομαι:''' (fut. συνοργισθήσομαι, aor. συνωργίσθην) вместе сердиться Dem., Plut.: συνοργισθῆναι τοῖς ἀδικηθεῖσιν Isocr. разделить гнев обиженных.
}}
{{elnl
|elnltext=συνοργίζομαι [σύν, ὀργίζομαι] zich mede boos maken op, met dat.
}}
}}