Anonymous

ἐπίπαν: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίπαν:''' ή ἐπίπᾶν, επίρρ.:<br /><b class="num">1.</b> συνολικά, εν γένει, γενικά, κατά [[μέσο]] όρο, σε Ηρόδ., Θουκ.· ὡς [[ἐπίπαν]], επίσης, <i>τὸ ἐπ</i>. και <i>ὡς τὸ ἐπ</i>., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> εξ ολοκλήρου, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἐπίπαν:''' ή ἐπίπᾶν, επίρρ.:<br /><b class="num">1.</b> συνολικά, εν γένει, γενικά, κατά [[μέσο]] όρο, σε Ηρόδ., Θουκ.· ὡς [[ἐπίπαν]], επίσης, <i>τὸ ἐπ</i>. και <i>ὡς τὸ ἐπ</i>., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> εξ ολοκλήρου, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίπαν:''' тж. ἐπι [[πᾶν]] (тж. ὡς ἐ., τὸ ἐ. и ὡς τὸ ἐ.)<br /><b class="num">1)</b> вообще (говоря), в общем, обычно ([[πλεῖστον]] μὲν μεδίμνους [[ἐννέα]], τὸ δ᾽ ἐ. ἕξ Arst.): ὡς ἐ. [[εἰπεῖν]] Arst. вообще говоря;<br /><b class="num">2)</b> в целом, всего, итого (τὸ ἐ. [[ὀγδώκοντα]] τάλαντα Her.).
}}
}}