Anonymous

θεόκτιστος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(17)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και θεόχτιοτος, -η, -ο (AM θεόκτιοτος, -ον, Α και [[θεόκτιτος]], -ον, θηλ. και θεοκτίστη και θεοκτίστα)<br />ο κτισμένος από θεό, ο δημιουργημένος από θεό<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο πολύ [[ογκώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θεόκτιστον</i><br />[[ονομασία]] κολλυρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κτιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτίζω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>κτιστος</i>, <i>νεό</i>-<i>κτιστος</i>].
|mltxt=και θεόχτιοτος, -η, -ο (AM θεόκτιοτος, -ον, Α και [[θεόκτιτος]], -ον, θηλ. και θεοκτίστη και θεοκτίστα)<br />ο κτισμένος από θεό, ο δημιουργημένος από θεό<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο πολύ [[ογκώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θεόκτιστον</i><br />[[ονομασία]] κολλυρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κτιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτίζω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>κτιστος</i>, <i>νεό</i>-<i>κτιστος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''θεόκτιστος:''' созданный богами, богосотворенный ([[φλόξ]] Arst.).
}}
}}