Anonymous

ἐξανάγω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξανάγω:''' μέλ. <i>-άξω</i>, [[βγάζω]] έξω ή [[αναβιβάζω]] από, με γεν., σε Ευρ. — Παθ., απλώνομαι στη [[θάλασσα]], [[εκπλέω]], σε Ηρόδ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἐξανάγω:''' μέλ. <i>-άξω</i>, [[βγάζω]] έξω ή [[αναβιβάζω]] από, με γεν., σε Ευρ. — Παθ., απλώνομαι στη [[θάλασσα]], [[εκπλέω]], σε Ηρόδ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξανάγω:''' (aor. 2 ἐξανήγαγον; aor. pass. ἐξανήχθην)<br /><b class="num">1)</b> выводить (наверх) (τινὰ Ἃιδου μυχῶν Eur.);<br /><b class="num">2)</b> med.-pass. отправляться (морем), отплывать (αἱ [[νῆες]] ἐξανάγονται ἐκλιπόντες Φειάν Thuc.; τὸ ἐξ Ἀσίης ἐξαναχθὲν [[στράτευμα]] Her.).
}}
}}