3,276,932
edits
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξανάγω:''' μέλ. <i>-άξω</i>, [[βγάζω]] έξω ή [[αναβιβάζω]] από, με γεν., σε Ευρ. — Παθ., απλώνομαι στη [[θάλασσα]], [[εκπλέω]], σε Ηρόδ. κ.λπ. | |lsmtext='''ἐξανάγω:''' μέλ. <i>-άξω</i>, [[βγάζω]] έξω ή [[αναβιβάζω]] από, με γεν., σε Ευρ. — Παθ., απλώνομαι στη [[θάλασσα]], [[εκπλέω]], σε Ηρόδ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξανάγω:''' (aor. 2 ἐξανήγαγον; aor. pass. ἐξανήχθην)<br /><b class="num">1)</b> выводить (наверх) (τινὰ Ἃιδου μυχῶν Eur.);<br /><b class="num">2)</b> med.-pass. отправляться (морем), отплывать (αἱ [[νῆες]] ἐξανάγονται ἐκλιπόντες Φειάν Thuc.; τὸ ἐξ Ἀσίης ἐξαναχθὲν [[στράτευμα]] Her.). | |||
}} | }} |