Anonymous

πῆχυς: Difference between revisions

From LSJ
1,230 bytes added ,  31 December 2018
3b
(6)
(3b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πῆχυς:''' -εως, ὁ, γεν. πληθ. <i>πήχεων</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[αντιβράχιο]], [[πήχυς]], [[μέρος]] του χεριού από τον καρπό [[μέχρι]] τον ώμο, Λατ. [[ulna]], σε Ξεν. κ.λπ.· γενικά, [[χέρι]], ἀμφὶ υἱὸν [[ἐχεύατο]] πήχεε [[λευκώ]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> το κεντρικό [[μέρος]] που ένωνε τα [[δύο]] κέρατα του τόξου, σε Όμηρ.<br /><b class="num">III.</b> στον πληθ., κέρατα ή μέρη λύρας, αντίθ. προς [[ζυγόν]], εγκάρσιο [[ξύλο]], [[γέφυρα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">IV.</b> ως [[μονάδα]] μήκους, [[απόσταση]] από το [[άκρο]] του αγκώνα έως το [[άκρο]] του μικρού δακτύλου, Λατ. [[cubitus]] ή [[ulna]], [[οργιά]] ή [[πήχυς]] που περιέχει εικοσιτέσσερις <i>δακτύλους</i>, στον Ηρόδ. ο [[πήχυς]] [[βασιλήϊος]] ήταν μεγαλύτερος έχοντας 3 <i>δακτύλους</i> = 27 <i>δακτύλους</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> ο κανόνας του πήχυ, [[καθώς]] λέμε ο κανόνας των ποδιών, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''πῆχυς:''' -εως, ὁ, γεν. πληθ. <i>πήχεων</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[αντιβράχιο]], [[πήχυς]], [[μέρος]] του χεριού από τον καρπό [[μέχρι]] τον ώμο, Λατ. [[ulna]], σε Ξεν. κ.λπ.· γενικά, [[χέρι]], ἀμφὶ υἱὸν [[ἐχεύατο]] πήχεε [[λευκώ]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> το κεντρικό [[μέρος]] που ένωνε τα [[δύο]] κέρατα του τόξου, σε Όμηρ.<br /><b class="num">III.</b> στον πληθ., κέρατα ή μέρη λύρας, αντίθ. προς [[ζυγόν]], εγκάρσιο [[ξύλο]], [[γέφυρα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">IV.</b> ως [[μονάδα]] μήκους, [[απόσταση]] από το [[άκρο]] του αγκώνα έως το [[άκρο]] του μικρού δακτύλου, Λατ. [[cubitus]] ή [[ulna]], [[οργιά]] ή [[πήχυς]] που περιέχει εικοσιτέσσερις <i>δακτύλους</i>, στον Ηρόδ. ο [[πήχυς]] [[βασιλήϊος]] ήταν μεγαλύτερος έχοντας 3 <i>δακτύλους</i> = 27 <i>δακτύλους</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> ο κανόνας του πήχυ, [[καθώς]] λέμε ο κανόνας των ποδιών, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''πῆχυς:''' εως, ион. εος ὁ (gen. pl. πήχεων, πηχέων и πηχῶν)<br /><b class="num">1)</b> предплечье (τὰ τῶν βραχιόνων [[ὀστᾶ]] καὶ τὰ τῶν πήχεων Plat.);<br /><b class="num">2)</b> рука Hom. etc.: ἀμφὶ δὲ παιδὶ [[βάλε]] πήχεε Hom. (Пенелопа) обвила сына обеими руками;<br /><b class="num">3)</b> изгиб в середине лука (служивший рукоятью при стрельбе) (τόξου π. Hom.);<br /><b class="num">4)</b> рог лиры Her., Luc.;<br /><b class="num">5)</b> пехий, локоть (мера длины; π. [[μέτριος]] содержал 24 δάκτυλοι, т. е. ок. 46 см, π. [[βασιλήϊος]] - 27 δάκτυλοι) Her., Xen., Plat.;<br /><b class="num">6)</b> складная измерительная линейка Arph.;<br /><b class="num">7)</b> угольник Anth.;<br /><b class="num">8)</b> pl. οἱ πήχεις карлики (человечки, которые изображалась резвящимися вокруг гигантской фигуры бога Нила) Luc.
}}
}}