Anonymous

σκελίς: Difference between revisions

From LSJ
4
(6_12)
(4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκελίς''': -ίδος, μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[σχελίς]], ὃ ἴδε. ΙΙ. ἴδε ἐν λέξ. [[σκελλίς]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σκελίδες· τὰ περιμήκη τμήματα».
|lstext='''σκελίς''': -ίδος, μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[σχελίς]], ὃ ἴδε. ΙΙ. ἴδε ἐν λέξ. [[σκελλίς]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σκελίδες· τὰ περιμήκη τμήματα».
}}
{{elru
|elrutext='''σκελίς:''' ίδος ἡ Plut. = [[σχελίς]].
}}
}}