Anonymous

παννυχίζω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παννῡχίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[παννυχίς]])·<br /><b class="num">I.</b> [[γιορτάζω]] νυχτερινή [[γιορτή]], [[ξενυχτώ]], [[κρατώ]] [[αγρυπνία]] προς τιμήν κάποιου, <i>τῇ θεᾷ</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, κάνω οτιδήποτε κατά τη [[διάρκεια]] της νύχτας, <i>φλὸξ συνεχὲς παννυχίζει</i>, διαρκεί ολόκληρη τη [[νύχτα]], σε Πίνδ.· με αιτ., [[παννυχίζω]] τὴν [[νύκτα]], περνώ τη [[νύχτα]], [[διανυκτερεύω]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''παννῡχίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[παννυχίς]])·<br /><b class="num">I.</b> [[γιορτάζω]] νυχτερινή [[γιορτή]], [[ξενυχτώ]], [[κρατώ]] [[αγρυπνία]] προς τιμήν κάποιου, <i>τῇ θεᾷ</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, κάνω οτιδήποτε κατά τη [[διάρκεια]] της νύχτας, <i>φλὸξ συνεχὲς παννυχίζει</i>, διαρκεί ολόκληρη τη [[νύχτα]], σε Πίνδ.· με αιτ., [[παννυχίζω]] τὴν [[νύκτα]], περνώ τη [[νύχτα]], [[διανυκτερεύω]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''παννυχίζω:''' (тж. τὴν νύκτα π. Arph.) проводить всю ночь без сна: π. τῇ θεᾷ Arph. совершать ночное богослужение богине; φλὸξ παννυχίζει Pind. огонь горит всю ночь.
}}
}}