Anonymous

παννυχίζω: Difference between revisions

From LSJ
5
(30)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[παννυχίς]]<br /><b>1.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[αγρυπνώ]] σε [[εορτή]] καθ' όλη τη [[διάρκεια]] της νύχτας, [[τελώ]] [[αγρυπνία]] από την [[εσπέρα]] της προηγούμενης ημέρας<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] καθ' όλη τη [[διάρκεια]] της νύχτας, [[αγρυπνώ]], [[ξενυχτώ]], [[κρατώ]] όλη τη [[νύχτα]] («φλὸξ συνεχὲς παννυχίζουσα», <b>Πίνδ.</b>).
|mltxt=Α [[παννυχίς]]<br /><b>1.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[αγρυπνώ]] σε [[εορτή]] καθ' όλη τη [[διάρκεια]] της νύχτας, [[τελώ]] [[αγρυπνία]] από την [[εσπέρα]] της προηγούμενης ημέρας<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] καθ' όλη τη [[διάρκεια]] της νύχτας, [[αγρυπνώ]], [[ξενυχτώ]], [[κρατώ]] όλη τη [[νύχτα]] («φλὸξ συνεχὲς παννυχίζουσα», <b>Πίνδ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''παννῡχίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[παννυχίς]])·<br /><b class="num">I.</b> [[γιορτάζω]] νυχτερινή [[γιορτή]], [[ξενυχτώ]], [[κρατώ]] [[αγρυπνία]] προς τιμήν κάποιου, <i>τῇ θεᾷ</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, κάνω οτιδήποτε κατά τη [[διάρκεια]] της νύχτας, <i>φλὸξ συνεχὲς παννυχίζει</i>, διαρκεί ολόκληρη τη [[νύχτα]], σε Πίνδ.· με αιτ., [[παννυχίζω]] τὴν [[νύκτα]], περνώ τη [[νύχτα]], [[διανυκτερεύω]], σε Αριστοφ.
}}
}}