Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀντικλάζω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντικλάζω:''' μέλ. <i>-κλάγξω</i>, [[αντηχώ]], ακούγομαι μέσω κάποιου πράγματος, σε Ευρ.· ἀντ. ἀλλήλοις [[μέλος]], [[τραγουδώ]], [[αντιβοώ]] ως προς αλλήλους, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀντικλάζω:''' μέλ. <i>-κλάγξω</i>, [[αντηχώ]], ακούγομαι μέσω κάποιου πράγματος, σε Ευρ.· ἀντ. ἀλλήλοις [[μέλος]], [[τραγουδώ]], [[αντιβοώ]] ως προς αλλήλους, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντικλάζω:''' <b class="num">1)</b> отзываться эхом, откликаться, отдаваться (κραυγὴ πέτραισιν ἀντέκλαγξε Eur.);<br /><b class="num">2)</b> подпевать, вторить ([[βακχεῖον]] [[μέλος]] ἀλλήλαις Eur.).
}}
}}