ἀντικλάζω
εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδου → retreat from your anger and allow yourself to change
English (LSJ)
A sound by striking against, κραυγὴ.. πέτραισιν ἀντέκλαγξ' is echoed by them, E.Andr.1145.
2 c. acc. cogn., ἀ. ἀλλήλαις μέλος sing against one another, Id.Ba.1057.
Spanish (DGE)
resonar κραυγὴ ... πέτραισιν ἀντέκλαγξ' E.Andr.1145
•c. ac. int. βακχεῖον ἀντέκλαζον ἀλλήλαις μέλος se lanzaban unas a otras como un eco el canto báquico E.Ba.1057.
German (Pape)
[Seite 253] (s. κλάζω), entgegentönen, widerhallen, κραυγὴ πέτραις ἀντέκλαγξεν Eur. Andr. 1144; aktiv., ἀντέκλαζον ἀλλήλαις μέλος Bacch. 1055.
French (Bailly abrégé)
1 intr. retentir contre, τινι;
2 tr. faire retentir en se répondant ; Pass. être renvoyé en écho.
Étymologie: ἀντί, κλάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντικλάζω:
1 отзываться эхом, откликаться, отдаваться (κραυγὴ πέτραισιν ἀντέκλαγξε Eur.);
2 подпевать, вторить (βακχεῖον μέλος ἀλλήλαις Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικλάζω: ἀντηχῶ, κραυγὴ ... πέτραισιν ἀντέκλαγξ’ Εὐρ. Ἀνδρ. 1145. 2) μετὰ συστ. αἰτ., βακχεῖον ἀντέκλαζον ἀλλήλαις μέλος, ἀντεφθέγγοντο, ἀντεβόων πρὸς ἀλλήλας, ὁ αὐτ. Βάκχ. 1057.
Greek Monolingual
ἀντικλάζω (Α)
1. αντηχώ, αντιλαλώ
2. (για πρόσωπα) φωνάζω κι εγώ.
Greek Monotonic
ἀντικλάζω: μέλ. -κλάγξω, αντηχώ, ακούγομαι μέσω κάποιου πράγματος, σε Ευρ.· ἀντ. ἀλλήλοις μέλος, τραγουδώ, αντιβοώ ως προς αλλήλους, στον ίδ.
Middle Liddell
to sound against, to be echoed by a thing, Eur.:— ἀντ. ἀλλήλαις μέλος to sing against one another, Eur.