Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατόχιμος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(20)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατόχιμος]], -ίμη, -ον (Α) [[κατοχή]]<br /><b>1.</b> αυτός που κατέχεται, που βρίσκεται υπό την [[κυριότητα]] άλλου («καὶ ἔσονται ὑμῑν κατόχιμοι εἰς τὸν αἰῶνα», ΠΔ)<br /><b>2.</b> αυτός που κατέχεται από [[θεία]] και υπερφυσική [[δύναμη]], ο θεοφορούμενος<br /><b>3.</b> (για πράγματα) αυτός [[μέσα]] στον οποίο κατοικεί κάποιο πονηρό [[δαιμόνιο]] («κατόχιμα [[πάντα]] καὶ φρικώδη και [[μυστικά]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που βρίσκεται υπό [[κατάσχεση]]<br /><b>5.</b> (για στερεωτικές ύλες) [[στυπτικός]], [[συγκρατητικός]].
|mltxt=[[κατόχιμος]], -ίμη, -ον (Α) [[κατοχή]]<br /><b>1.</b> αυτός που κατέχεται, που βρίσκεται υπό την [[κυριότητα]] άλλου («καὶ ἔσονται ὑμῑν κατόχιμοι εἰς τὸν αἰῶνα», ΠΔ)<br /><b>2.</b> αυτός που κατέχεται από [[θεία]] και υπερφυσική [[δύναμη]], ο θεοφορούμενος<br /><b>3.</b> (για πράγματα) αυτός [[μέσα]] στον οποίο κατοικεί κάποιο πονηρό [[δαιμόνιο]] («κατόχιμα [[πάντα]] καὶ φρικώδη και [[μυστικά]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που βρίσκεται υπό [[κατάσχεση]]<br /><b>5.</b> (για στερεωτικές ύλες) [[στυπτικός]], [[συγκρατητικός]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατόχῐμος:''' <b class="num">1)</b> являющийся собственностью, находящийся в чьем-л. владении ([[χωρίον]] Isae. - v. l. [[κατοκώχιμος]]);<br /><b class="num">2)</b> одержимый, исступленный (κ. καὶ [[φρικώδης]] Luc.).
}}
}}