Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατόχιμος: Difference between revisions

From LSJ
20
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> possédé, occupé;<br /><b>2</b> possédé par un dieu.<br />'''Étymologie:''' [[κάτοχος]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> possédé, occupé;<br /><b>2</b> possédé par un dieu.<br />'''Étymologie:''' [[κάτοχος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κατόχιμος]], -ίμη, -ον (Α) [[κατοχή]]<br /><b>1.</b> αυτός που κατέχεται, που βρίσκεται υπό την [[κυριότητα]] άλλου («καὶ ἔσονται ὑμῑν κατόχιμοι εἰς τὸν αἰῶνα», ΠΔ)<br /><b>2.</b> αυτός που κατέχεται από [[θεία]] και υπερφυσική [[δύναμη]], ο θεοφορούμενος<br /><b>3.</b> (για πράγματα) αυτός [[μέσα]] στον οποίο κατοικεί κάποιο πονηρό [[δαιμόνιο]] («κατόχιμα [[πάντα]] καὶ φρικώδη και [[μυστικά]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που βρίσκεται υπό [[κατάσχεση]]<br /><b>5.</b> (για στερεωτικές ύλες) [[στυπτικός]], [[συγκρατητικός]].
}}
}}