3,277,226
edits
(Bailly1_3) |
(20) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> possédé, occupé;<br /><b>2</b> possédé par un dieu.<br />'''Étymologie:''' [[κάτοχος]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> possédé, occupé;<br /><b>2</b> possédé par un dieu.<br />'''Étymologie:''' [[κάτοχος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατόχιμος]], -ίμη, -ον (Α) [[κατοχή]]<br /><b>1.</b> αυτός που κατέχεται, που βρίσκεται υπό την [[κυριότητα]] άλλου («καὶ ἔσονται ὑμῑν κατόχιμοι εἰς τὸν αἰῶνα», ΠΔ)<br /><b>2.</b> αυτός που κατέχεται από [[θεία]] και υπερφυσική [[δύναμη]], ο θεοφορούμενος<br /><b>3.</b> (για πράγματα) αυτός [[μέσα]] στον οποίο κατοικεί κάποιο πονηρό [[δαιμόνιο]] («κατόχιμα [[πάντα]] καὶ φρικώδη και [[μυστικά]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που βρίσκεται υπό [[κατάσχεση]]<br /><b>5.</b> (για στερεωτικές ύλες) [[στυπτικός]], [[συγκρατητικός]]. | |||
}} | }} |