διακωλυτικός: Difference between revisions

1b
(9)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διακωλυτικός]], -ή, -όν (Α) [[διακωλύω]]<br />[[κατάλληλος]] να παρεμποδίζει.
|mltxt=[[διακωλυτικός]], -ή, -όν (Α) [[διακωλύω]]<br />[[κατάλληλος]] να παρεμποδίζει.
}}
{{elru
|elrutext='''διακωλῡτικός:''' противодействующий, задерживающий, мешающий Plat., Arst.
}}
}}