διακωλυτικός

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακωλῡτικός Medium diacritics: διακωλυτικός Low diacritics: διακωλυτικός Capitals: ΔΙΑΚΩΛΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diakōlytikós Transliteration B: diakōlytikos Transliteration C: diakolytikos Beta Code: diakwlutiko/s

English (LSJ)

διακωλυτική, διακωλυτικόν, preventive, Id.Plt.280d, prob.l. in Poll.7.209.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que impide, que sirve para obstaculizar περὶ ... τὰς βίᾳ πράξεις διακωλυτικὰ ἔργα Pl.Plt.280d, cf. Poll.7.209, (πρὸς τὴν τέκνωσιν) ἧττον μὲν διακωλυτικὸν τὸ πάθος Arist.HA 634a36, c. gen. φλεγμασίης πάσης Orib.Syn.3.18.4.

German (Pape)

[Seite 585] ή, όν, verhindernd; ἔργα Plat. Polit. 280 d; Arist. H. A. 10, 1.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διακωλυτικός -ή όν [διακωλύω] hinderlijk.

Russian (Dvoretsky)

διακωλῡτικός: противодействующий, задерживающий, мешающий Plat., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

διακωλῡτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς τὸ ἐμποδίζειν, Πλάτ. Πολιτ. 280D, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10.1,12.

Greek Monolingual

διακωλυτικός, -ή, -όν (Α) διακωλύω
κατάλληλος να παρεμποδίζει.