Anonymous

ξηραίνω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ξηραίνω:''' ([[ξηρός]]), μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἐξήρᾱνα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐξηράνθην</i>, παρακ. <i>ἐξήρασμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[ξηραίνω]], [[στεγνώνω]] με υψηλή [[θερμοκρασία]] (καύσωνα), [[αποξηραίνω]], σε Ευρ., Ξεν. — Παθ., [[γίνομαι]] ή είμαι [[ξηρός]], [[καταντώ]] αποξηραμένος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποξηραίνω]], [[στεγνώνω]] αφαιρώντας το [[νερό]], Λατ. siccare, σε Θουκ.
|lsmtext='''ξηραίνω:''' ([[ξηρός]]), μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἐξήρᾱνα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐξηράνθην</i>, παρακ. <i>ἐξήρασμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[ξηραίνω]], [[στεγνώνω]] με υψηλή [[θερμοκρασία]] (καύσωνα), [[αποξηραίνω]], σε Ευρ., Ξεν. — Παθ., [[γίνομαι]] ή είμαι [[ξηρός]], [[καταντώ]] αποξηραμένος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποξηραίνω]], [[στεγνώνω]] αφαιρώντας το [[νερό]], Λατ. siccare, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ξηραίνω:''' (aor. ἐξήρᾱνα - ион. ἐξήρηνα; pass.: fut. ξηρανθήσομαι, aor. [[ἐξηράνθην]], pf. [[ἐξήρασμαι]] - поздн. [[ἐξήραμμαι]])<br /><b class="num">1)</b> сушить, высушивать (τὴν διώρυχα Thuc.); pass. сохнуть, засыхать ([[πᾶν]] δ᾽ ἐξηράνθη [[πεδίον]] Hom.; ἡ [[συκῆ]] ἐξηράνθη NT): ἐξηραμμένην ἔχων τὴν χεῖρα NT сухорукий;<br /><b class="num">2)</b> pass. чахнуть, изнемогать NT.
}}
}}