Anonymous

ξηραίνω: Difference between revisions

From LSJ
5
(27)
(5)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ξεραίνω]] (ΑΜ [[ξηραίνω]]) [[ξηρός]]<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] ξηρό αφαιρώντας το [[νερό]], την [[υγρασία]], [[αποξηραίνω]], [[στεγνώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αναισθητοποιώ]]<br /><b>2.</b> [[σκοτώνω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>ξεραίνομαι</i><br />α) [[πεθαίνω]]<br />β) <b>μτφ.</b> i) [[κοιμάμαι]] [[βαθιά]]<br />ii) [[μένω]] [[κατάπληκτος]], αποσβολωμένος<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ξηραινόμενα έλαια» — υλικά τα οποία [[κατά]] την [[εφαρμογή]] τους υπό [[μορφή]] λεπτών επικαλύψεων [[πάνω]] στην [[επιφάνεια]] άλλων σωμάτων μεταπίπτουν αναντίστροφα από την υγρά στη [[στερεά]] [[κατάσταση]]<br />β) «ξεραίνομαι στα γέλια» — [[γελώ]] υπερβολικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον δυσκοίλιο («[[ξηραίνω]] τὴν κοιλίην», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υποβάλλω]] κάποιον σε κόπους και σωματικά βασανιστήρια, [[ταλαιπωρώ]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> [[μένω]] [[παράλυτος]].
|mltxt=και [[ξεραίνω]] (ΑΜ [[ξηραίνω]]) [[ξηρός]]<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] ξηρό αφαιρώντας το [[νερό]], την [[υγρασία]], [[αποξηραίνω]], [[στεγνώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αναισθητοποιώ]]<br /><b>2.</b> [[σκοτώνω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>ξεραίνομαι</i><br />α) [[πεθαίνω]]<br />β) <b>μτφ.</b> i) [[κοιμάμαι]] [[βαθιά]]<br />ii) [[μένω]] [[κατάπληκτος]], αποσβολωμένος<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ξηραινόμενα έλαια» — υλικά τα οποία [[κατά]] την [[εφαρμογή]] τους υπό [[μορφή]] λεπτών επικαλύψεων [[πάνω]] στην [[επιφάνεια]] άλλων σωμάτων μεταπίπτουν αναντίστροφα από την υγρά στη [[στερεά]] [[κατάσταση]]<br />β) «ξεραίνομαι στα γέλια» — [[γελώ]] υπερβολικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον δυσκοίλιο («[[ξηραίνω]] τὴν κοιλίην», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υποβάλλω]] κάποιον σε κόπους και σωματικά βασανιστήρια, [[ταλαιπωρώ]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> [[μένω]] [[παράλυτος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ξηραίνω:''' ([[ξηρός]]), μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἐξήρᾱνα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐξηράνθην</i>, παρακ. <i>ἐξήρασμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[ξηραίνω]], [[στεγνώνω]] με υψηλή [[θερμοκρασία]] (καύσωνα), [[αποξηραίνω]], σε Ευρ., Ξεν. — Παθ., [[γίνομαι]] ή είμαι [[ξηρός]], [[καταντώ]] αποξηραμένος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποξηραίνω]], [[στεγνώνω]] αφαιρώντας το [[νερό]], Λατ. siccare, σε Θουκ.
}}
}}