Anonymous

ἐγκαθίζω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκαθίζω:''' Ιων. -[[κατίζω]], Αττ. μέλ. <i>-ῐῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[καθίζω]] κάποιον σε κάποιο [[μέρος]] ή πάνω σε [[κάτι]], σε Πλάτ.· ομοίως και στο Μέσ. αόρ. αʹ, <i>ναὸν ἐγκαθείσατο</i>, ίδρυσε ένα ναό [[εκεί]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[καταλαμβάνω]] τη [[θέση]], τον θρόνο κάποιου, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐγκαθίζω:''' Ιων. -[[κατίζω]], Αττ. μέλ. <i>-ῐῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[καθίζω]] κάποιον σε κάποιο [[μέρος]] ή πάνω σε [[κάτι]], σε Πλάτ.· ομοίως και στο Μέσ. αόρ. αʹ, <i>ναὸν ἐγκαθείσατο</i>, ίδρυσε ένα ναό [[εκεί]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[καταλαμβάνω]] τη [[θέση]], τον θρόνο κάποιου, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκαθίζω:''' ион. [[ἐγκατίζω]]<br /><b class="num">1)</b> сажать (τινὰ εἰς [[θρόνον]] Eur.); med. садиться (ἐς τοῦτον τὸν [[θρόνον]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> помещать, располагать (στρατιὰν ἐν τῷ τόπῳ Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> med. воздвигать, строить (ναὸν Κύπριδος Eur.);<br /><b class="num">4)</b> сидеть (θρόνῳ Pind.).
}}
}}